Οἱ δυτικοὶ ἔχουνε μία φράσι «mater dolorosa», ἡ μητέρα τοῦ πόνου. Ἡ Παναγία γνώρισε τὸν πόνο καὶ τὴν θλῖψι κι ὅταν ἐμεῖς οἱ Χριστιανοὶ πλησιάζουμε ἕνα οἰκεῖο πρόσωπο, εἶναι οἰκεία ἡ ἀτμόσφαιρα, δὲν εἶναι κάτι τὸ ἀπρόσιτο, διότι ἡ Παναγία ἔχει γνωρίσει ἀπὸ πόνο καὶ θλῖψι καὶ καταλαβαίνει ἀπὸ πονεμένους. Καὶ τοὺς βοηθεῖ τοὺς πονεμένους καὶ πολλὲς φορές, ὅπως ὁ ἥλιος σκορπίζει τὰ σύννεφα, σκορπίζει τὶς θλίψεις καὶ τοὺς πόνους. Καὶ πολλὲς φορὲς μοιάζουμε μὲ πλοῖα ταλαιπωρημένα καὶ ἡ Παναγία εἶναι τὸ γαλήνιο λιμάνι.
Ἔρχονται μερικὲς φορὲς ποὺ ὁ πόνος καὶ ἡ θλῖψι καὶ ἡ ὀδύνη στὴ ζωή μας φτάνει στὸ ἀποκορύφωμα, στὸ ζενίθ, μέχρι νὰ φτάσουμε στὸ σημεῖο νἄχουμε κατάθλιψι, μελαγχολία, τάσεις αὐτοκαταστροφῆς καὶ τότε σ’ αὐτὴ τὴν δύσκολη κατάστασι, ἐὰν πλησιάσουμε μὲ πίστι τὴν Παναγία, θὰ μᾶς βοηθήση, διότι εἶναι «τῶν πολεμουμένων ἡ εἰρήνη, τῶν χειμαζομένων ἡ γαλήνη, ἡ μόνη προστασία τῶν ψυχῶν».
Οἱ μεγάλοι ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅταν βρέθηκαν σὲ μεγάλους πειρασμούς, γιατὶ αὐτοὶ ποὺ γιορτάζουμε ἐμεῖς καὶ τοὺς πανηγυρίζουμε, ἔχουν περάσει μεγάλες δοκιμασίες στὴ ζωή τους. Κι ὅσο πιὸ μεγάλος εἶναι ὁ ἅγιος, τόσο πιὸ πολλὰ βάσανα ἔχει περάσει.
Οἱ μεγαλύτεροι ποιοί εἶναι; Εἶναι ἡ Παναγία, εἶναι ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος, εἶναι οἱ ἀπόστολοι. Τί τράβηξε ἡ Παναγία, ὅταν ἔβλεπε πάνω στὸν Σταυρὸ τὸν Υἱόν της; Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Πρόδρομο, τὸν ἀποκεφάλισαν, οἱ ἀπόστολοι, ὅλη ἡ ζωή τους ἕνα μαρτύριο. Καὶ ὅταν βρίσκονταν οἱ ἅγιοι … κι ὅλοι οἱ Χριστιανοὶ σὲ δύσκολες ὧρες, πλησίαζαν τὴν Παναγία καὶ τοὺς βοηθοῦσε.
Θ’ ἀναφέρουμε ἕνα παράδειγμα ἀπὸ τὸν βίο τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι μέγας θεολόγος τοῦ ὄγδοου αἰῶνος, θὰ λέγαμε καὶ φιλόσοφος καὶ μεγάλος ὑμνογράφος. Ὅ,τι ἤτανε ὁ Δαβὶδ γιὰ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη, εἶναι ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς γιὰ τὴν Καινὴ Διαθήκη. Ὅ,τι ὡραῖο ψάλλουμε στὴν Ἐκκλησία μας εἶναι γραμμένο ἀπὸ τὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸν Δαμασκηνό. Καὶ τ’ ἀναστάσιμα τροπάρια ποὺ λέμε «Ἀγγελικαὶ δυνάμεις…» ὅλα δικά του εἶναι. Καὶ τό «Ἀναστάσεως ἡμέρα, λάμπρυνθῶμεν λαοί, Πάσχα Κυρίου», ὅλα εἶναι δικά του.
Αὐτὸς ὁ μεγάλος ἅγιος βρισκότανε στὴ Δαμασκό. Ἡ Δαμασκὸς τότε ἦταν ὑπὸ ἀραβικὴ κατοχὴ κι ἐπειδὴ ἤτανε πάρα πολὺ μεγαλοφυὴς θὰ λέγαμε, ὁ ἀμιρᾶς τῆς Δαμασκοῦ τὸν εἶχε δεξί του χέρι, τὸν εἶχε πρωτοσύμβουλο. Κι ἀπὸ ἐκεῖ ἔγραφε ἐπιστολές, ἐρχόντουσαν ἐδῶ στὸ βυζαντινὸ κράτος, ἐναντίον τοῦ εἰκονομάχου βασιλέως Λέοντος τοῦ Ἰσαύρου. Ὁ Λέων ὁ Ἴσαυρος εἶχε ἐκμανεῖ ἐναντίον του καὶ προσπαθοῦσε νὰ τὸν ἐξουδετερώση. Δὲν μποροῦσε ὅμως, ἦταν σὲ ἄλλη ἐπικράτεια, διότι ἡ Δαμασκὸς ὅπως εἴπαμε ἦταν ὑπὸ ἀραβικὴ κατοχὴ καὶ ὁ ἀμιρᾶς τῆς Δαμασκοῦ, ὅπως εἴπαμε, τά’χε καλὰ μαζύ του, τὸν εἶχε καὶ πρωτοσύμβουλο τὸν Ἰωάννη. Καὶ ἐκεῖ ἐκεῖ ἔκανε τότε μία σκευωρία, ἔτσι μία σατανικὴ σκευωρία. Βρῆκε ἕναν καλλιγράφο ποὺ νὰ ἀντιγράφη ἀκριβῶς τὰ γράμματα τοῦ Ἰωάννη τοῦ Δαμασκηνοῦ καὶ δῆθεν ὅτι, ἔστειλε μία ἐπιστολὴ δῆθεν ὅτι ἔγραψε ὁ ἅγιος Ἰωάννης στὸν αὐτοκράτορα τῆς Κωνσταντινουπόλεως ὅτι «εἶναι εὔκολα τὰ πράγματα τώρα, νὰ ἔρθης γιὰ νὰ καταλάβης τὴ Δαμασκὸ καὶ θὰ σᾶς βοηθήσω κι ἐγώ».
Τὴν στέλνει αὐτὴ τὴν ἐπιστολὴ ὁ αὐτοκράτορας στὸν ἀμιρᾶ τῆς Δαμασκοῦ, ἐκεῖνος εἶδε τὰ γράμματα ποὺ μοιάζανε, πίστεψε ἀμέσως κι ἐξαγριωμένος διέταξε καὶ τὸ ἔκοψαν τὸ χέρι τὸ δεξί. Αὐτὸ τὸ δεξὶ χέρι ποὺ ἔγραψε αὐτὴ τὴν ἐπιστολή. Καὶ τὸ κρέμασε στὴν ἀγορὰ τῆς πόλεως. Κατώρθωσε ὁ ἅγιος Ἰωάννης μὲ μερικοὺς δικούς του ἀνθρώπους νὰ πάρη ἄδεια νὰ τὸ πάρουν τὸ χέρι νὰ τὸ ἐνταφιάσουν. Ἀφοῦ τὸ πήρανε τὸ χέρι καὶ τὄδωσαν στὸν ἅγιο Ἰωάννη, αὐτὸς μέσα στὸ σπίτι του εἶχε ναό. Εἶχε μιὰ ὡραία εἰκόνα τῆς Παναγίας καὶ πέφτει γονατιστὸς στὴν Παναγία, βάζει τὸ χέρι στὸ σημεῖο ποὺ ἔπρεπε νὰ τὸ βάλη καὶ παρακαλοῦσε μὲ δάκρυα στὰ μάτια κι ἔλεγε: «Παναγία μου, θεράπευσέ με». Ἡ προσευχή του κατέληγε στὴν ἑξῆς φράσι: «Δύνασθαι γὰρ ὅσα ἂν θέλῃς ὡς τοῦ Θεοῦ Μήτηρ». Ἐσὺ ὅλα μπορεῖς νὰ τὰ κατορθώσης, διότι εἶσαι Μητέρα τοῦ Θεοῦ.
Μὲς στὸν πόνο καὶ μὲς στὰ δάκρυα καὶ στὴν προσευχὴ ἀποκοιμήθηκε καὶ στὸν ὕπνο του ἄκουσε μιὰ γλυκειὰ φωνὴ τῆς Παναγίας, ἡ ὁποία τοῦ ἔλεγε «ἰδοὺ ἰατρεύθη ἡ χείρ σου», γιατρεύτηκε τὸ χέρι σου. Ξύπνησε, εἶδε τὸ χέρι του θεραπευμένο καί, ὅπως λέει ὁ συναξαριστής, «βλέπων θεραπευμένην καὶ συγκολλημένην τὴν δεξιὰν αὐτοῦ ἔλαβε μεγάλην χαρὰν καὶ ἀγαλλίασιν, τὸ δὲ πνεῦμά του ἐδοξολόγει τὸν Σωτῆρα Θεὸν καὶ τὴν Πανάχραντον τούτου Μητέρα». Συνέχεια, λέει, ξέσπασε σὲ δοξολογίες πρὸς τὸν Θεὸν καὶ τὴν Παναγία. Ὅλη τὴ νύκτα τὴν ὑπόλοιπη, λέει, συνέχεια ἔψελνε καὶ μεταξὺ τῶν ἄλλων ἔλεγε «τὸ δεξιόν μου, Κύριε, ἐν ἰσχύι καὶ δόξῃ, τὸ δεξιόν μου χέρι, θεράπευσε τὸ δεξιό μου κομμένο χέρι». Μιὰ συγκινητικὴ καὶ συγκλονιστικὴ περίπτωσι.
Αὐτὴ ἡ εἰκόνα σώθηκε καὶ σήμερα καὶ ὑπάρχει στὸ ἕνα μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ποὺ εἶναι τὸ σερβικὸ μοναστήρι τοῦ Χιλιανδαρίου, καὶ λέγεται «Παναγία ἡ Τριχεροῦσα». Διότι ἔχει δύο χέρια ἡ εἰκόνα κι ἕνα χέρι ἀφημένο ποὺ τὸ ἔβαλε ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός εἰς ἀνάμνησι τοῦ μεγάλου θαύματος.
Τὸ πρωΐ, ὅταν ξύπνησε ἡ καινούρια μέρα, οἱ γείτονες εἶδαν ὅτι τὸ χέρι ἦταν στὴ θέσι του. Κι ἐπειδὴ ἤτανε αὐτοὶ Ἄραβες ἐξ αἵματος Σαρακηνοὶ καὶ ἐμίσησαν πάρα πολὺ καὶ στενοχωρήθηκαν καὶ πῆγαν στὸν ἄρχοντα τῆς Δαμασκοῦ καὶ εἴπανε: «Κάποιον ἄλλον ἔστειλε καὶ τοὔκοψαν τὸ χέρι, κανάν δοῦλο, θὰ τοὖδωσε χρήματα, γιατὶ τὸ χέρι εἶναι στὴ θέσι του». Τὸν καλεῖ τὸν Ἰωάννη ὁ ἀμιρᾶς τῆς Δαμασκοῦ καὶ ἐκεῖ παρακολουθεῖ τὴν κατάστασι, Ἀλλὰ ὅταν κόλλησε τὸ χέρι ἡ Παναγία στὸν ἅγιο Ἰωάννη. ἄφησε μία ραφὴ νὰ φαίνεται γύρω, ἕνα ἀποτύπωμα. Μόλι ς εἶδε αὐτὸ τὸ θαυμαστὸ ὁ ἄρχοντας, κατάλαβε ὅτι κάτι θαυμαστὸ συνέβη κι ὅτι εἶχε διαπράξει μιὰ ἀδικία εἰς βάρος του καὶ τοῦ ζήτησε συγγνώμη καὶ τοῦ εἶπε «σὲ ἐπαναφέρω στὴ θέσι σου νὰ εἶσαι μυστικοσύμβουλός μου καὶ πρωτοσύμβουλος». Τοῦ λέει «καλύτερα νὰ μοῦ δώσης ἄδεια ν’ ἀλλάξω τρόπο ζωῆς». Ἐπέμενε, τοῦ ἔδωσε ἄδεια, πούλησε ὅλη τὴν περιουσία του στοὺς φτωχοὺς καὶ πῆγε στὸ μοναστήρι τοῦ ἁγίου Σάββα κι ἐκεῖ ἔγραψε τοὺς ὡραίους ὕμνους ποὺ ψάλλουμε στὶς λειτουργίες καὶ στὶς διάφορες ἀκολουθίες.
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς βρῆκε μεγάλη χαρὰ μετὰ ἀπὸ μιὰ μεγάλη θλῖψι, ὅταν πλησιάση τὴν Παναγία. Κι ἐγὼ θυμᾶμαι κάποτε ἕνα βράδυ καὶ μ’ εἶχε μιὰ περίεργη δύσπνοια δὲν μποροῦσα νὰ πάρω ἀναπνοή, ἀδύνατον νὰ εἶμαι στὸ κρεββάτι καὶ σηκώθηκα σὲ μιὰ καρέκλα καὶ λέω «ὅλη ἡ ὑπόλοιπή μου ζωὴ θὰ περάση σὲ μιὰ καρέκλα λόγῳ τῆς δύσπνοιας». Κι ἐκεῖ θυμήθηκα ἕνα τροπάριο τῆς Παναγίας, «Θεοτόκε Παρθένε, χαῖρε Κεχαριτωμένη Μαρία ὁ Κύριος μετὰ σοῦ», ἀλλὰ ἤμουνα σὲ τέτοια ἄθλια κατάστασι, ποὺ δὲν μποροῦσα νὰ πῶ παρὰ μόνο τρεῖς λέξεις «χαῖρε Κεχαριτωμένη Μαρία». Καὶ καθὼς τὄλεγα αὐτὸ μισὴ ὥρα, ξαφνικὰ ἔφυγε ὅλη αὐτὴ ἡ κατάστασι, ἔφυγε αὐτὴ ἡ δύσπνοια κι ἐπανῆλθαν τὰ πράγματα σὲ κατάστασι ὑγείας.
Ἡ Παναγία λοιπὸν εἶναι γιὰ ὅλους μας μεταβολὴ τῶν θλιβομένων, ἀπαλλαγὴ τῶν ἀσθενούντων. Εἶναι ἕνας ἥλιος καὶ σκορπίζει ἡλιακτῖνες καὶ διώχνει ἀπὸ μέσα μας τὴ θλῖψι. Γι’ αὐτὸ ἐμεῖς πρέπει νὰ αἰσθανώμεθα προνομιοῦχοι, διότι ἔχουμε τὴν Παναγία. Ὁ λαὸς τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης εἶχε ἅγια πρόσωπα, εἶχε προφῆτες, εἶχε τὸν προφήτη Ἠλία, εἶχε τὸν προφήτη Μωϋσῆ, μεγάλες μορφὲς κι ἀνεπανάληπτες, δὲν εἶχε ὅμως τὴν Παναγία. Αὐτὰ εἶναι τὰ προνόμια τοῦ Χριστιανικοῦ λαοῦ. Πρέπει νὰ εὐχαριστοῦμε γι’ αὐτὸ τὸν Θεὸν καὶ σήμερα ποὺ εἶναι μιὰ μεγάλη μέρα γιὰ τὴν Παναγία, ἂν τῆς ζητοῦμε κάτι μὲ ὅλη τὴ δύναμι τῆς ψυχῆς κι ἂν εἶναι γιὰ τὸ συμφέρον μας, θὰ μᾶς τὸ δώση καὶ θὰ μᾶς ἀπαλλάξη ἀπὸ τὴ μαυρίλα καὶ θὰ μᾶς φέρη τὸν ἥλιο τῆς χαρᾶς, διότι, ὅπως εἴπαμε, ἡ Παναγία εἶναι μεταβολὴ τῶν θλιβομένων.