Ἕνα ἄλλο θέμα. Ὑπάρχει θὰ λέγαμε ἕνα πονηρὸ πνεῦμα, τὸ ὁποῖον βάζει τοὺς Χριστιανοὺς ν’ ἀργοῦν τὸ Σάββατο τὸ βράδυ νὰ κοιμηθοῦνε. Τοὺς βρίσκει χίλιες δυὸ δικαιολογίες, τοὺς κάνει διάφορες προτάσεις ἢ κι ἀκόμη νὰ πᾶνε γιὰ διασκεδάσεις, ὁπότε ἅμα τελειώσουν ὅλη αὐτὴ τὴν ἱστορία πολὺ ἀργὰ τὸ Σάββατο τὸ βράδυ, ποῦ νὰ ξυπνήσουν τὸ πρωῒ νὰ πᾶνε στὴ λειτουργία ἢ ἂν θὰ πᾶνε, θὰ νυστάζουνε. Λοιπόν, νὰ κανονίσουμε αὐτὸν τὸν δαίμονα τοῦ Σαββατόβραδου νὰ τὸν πολεμήσουμε.
Θὰ λέμε σκόρπια, διάφορα θέματα σήμερα. Εἶναι μερικοὶ ποὺ ὅταν τοὺς συμβῆ κάτι, ἀρχίζουν καὶ ἐπαινοῦν. Ἢ ἐπαινοῦν τὸ παιδί τους ποὺ πῆγε καλὰ στὰ γράμματα ἢ τὸν ἄνδρα τους ποὺ εἶναι καλὸς καὶ βγάζει πολλὰ ἢ δὲν ξέρω τί ἄλλο ἐπαινοῦν. Μὲ τοὺς ἐπαίνους δημιουργοῦνται κάτι παρενέργειες πολὺ ἄσχημες. Θὰ σᾶς πῶ μιὰ ἱστορία ποὺ συνέβη σὲ μένα καὶ εἶναι καὶ λίγο χαριτωμένη.
Γιὰ ἕνα διάστημα ἤμουνα σ’ ἕνα μοναστήρι. Κι ἐκεῖ στὸ μοναστήρι εἶχε ἕναν κῆπο μὲ διάφορα δένδρα. Ἐπειδὴ ἐγὼ ἀπὸ μικρὸς ἤξερα καὶ ἐμβολίαζα τὰ δέντρα, ἦταν ἕνα δέντρο καὶ τὸ ἔκανα νὰ ἔχη τὸ ἕνα κλαδὶ μηλιά, τὸ ἄλλο ἀχλαδιὰ καὶ τὸ ἄλλο κυδωνιά. Λοιπὸν κι ὅταν ἐρχόταν κανεὶς στὸ μοναστήρι καὶ τὸν ξεναγοῦσα, τὸν πήγαινα ἐκεῖ στὸν κῆπο καὶ τοῦ ἔδειχνα πάντα αὐτὸ τὸ δέντρο. Λέω, «κοίταξε τί σπουδαῖο εἶναι τὸ δέντρο αὐτό. Τό’ να κλαδὶ εἶναι μηλιά, τ’ ἄλλο κυδωνιά, τὸ ἄλλο ἀχλαδιά». Καὶ […] Ἀφοῦ τό’ κανα αὐτὸ τρεῖς τέσσερεις φορές, πάω τὴν πέμπτη φορά, εἶχε ξεραθῆ τὸ δέντρο!
Εἴδατε τὶ γίνεται μὲ τοὺς ἐπαίνους; Καλύτερα ὅ,τι ἔχουμε νὰ τὸ κρύβουμε καὶ νὰ τὸ καταφέρουμε, διότι μὲ τοὺς ἐπαίνους ἀρχίζει κι ὁ ἄλλος ζηλεύει καὶ τὰ βάζει μὲ τὸν Θεό «γιατί τοῦ’ δωσες καλὰ σ’ ἐκεῖνον, σὲ μένα δὲν ἔδωσες;» κι ἔχουμε πολλὰ καὶ διάφορα προβλήματα καὶ πολλὲς καὶ ποικίλες παρενέργειες.
Ἕνα ἄλλο θέμα πάρα πολὺ σπουδαῖο εἶναι, μερικοὶ δὲν τοὺς πάει καλὰ κάποιο ζήτημα. Ἢ μᾶλλον θὰ σᾶς τὸ πῶ διαφορετικά, αὐτὸ ἔγινε πρόσφατα. Σὲ κάποιον δὲν πήγαινε καλά, ἔχτιζε ἕνα σπίτι κι ὅλο σκόνταφτε, ὅλο ἔμενε πίσω. Καὶ τοῦ λέει ὁ πνευματικός του «κοίταξε νὰ δῆς. Σὲ κάποιο μέρος εἶναι ἕνας φτωχὸς καὶ χτίζει σπίτι καὶ ἔμεινε ἀπὸ λεφτά. Στεῖλε του μερικὰ χρήματα νὰ πάρη μπρὸς τὸ σπίτι ἐκεινοῦ καὶ θὰ δῆς θὰ πάρη καὶ τὸ δικό σου». Δὲν πρόλαβε νὰ τὸ στείλη κι ἀμέσως ὅλα πήγαιναν ρολόϊ. Γιατὶ ἡ καλωσύνη κι ἡ ἐλεημοσύνη ἔχει πάρα πολὺ μεγάλη δύναμι καὶ μπορεῖ νὰ ρυθμίση ὁλόκληρα τὰ πράγματα τῆς ζωῆς σου. Δηλαδὴ εἶναι δύο σπίτια ἐξοχικά. Καὶ πάει κάποιος κλέφτης νὰ κάνη διάρρηξι στὸ ἕνα καὶ στὸ ἄλλο. Ἂν στὸ ἕνα κατοικῆ ἕνας ἐλεήμων καὶ στὸ ἄλλο κατοικῆ ἕνας τσιγκούνης, στραβώνει τὸ μυαλὸ αὐτουνοῦ καὶ πάει γιὰ νὰ ληστέψη τὸν τσιγκούνη. Δὲν ἤθελε νὰ δώση στοὺς φτωχοὺς καὶ τὰ παίρνουν οἱ ληστές.
Καὶ στὴ Θεία Λειτουργία, σ’ ἕνα πάρα πολὺ κρίσιμο σημεῖο τῆς Θείας Λειτουργίας, μόλις γίνεται ὁ καθαγιασμὸς τοῦ Ἄρτου καὶ τοῦ Οἴνου, λέμε μιὰ εὐχὴ καὶ παρακαλοῦμε νὰ βοηθήση κάποιους ἀνθρώπους καὶ λέμε νὰ βοηθήση αὐτοὺς ποὺ θυμοῦνται τοὺς φτωχούς, «τῶν μεμνημένων τῶν πενήτων». Δὲν μπορεῖ νὰ ἔχη ἕνας χριστιανικὴ συνείδησι καὶ νὰ μὴ σκέφτεται ὅτι ὑπάρχουν καὶ διάφοροι φτωχοί. Καὶ νὰ μάθη καὶ τὰ παιδιά του ἀπ’ ὅ,τι ἔχουνε νὰ βάζουνε κάτι στὴν ἄκρη καὶ νὰ τὸ δίνουνε στοὺς φτωχούς. Ὅπως σὲ μιὰ οἰκογένεια εἶχε κάτι μικρὰ παιδάκια καὶ πῆγαν σὲ μιὰ ἐκκλησία καὶ τρέξαν ὅλοι καὶ ρωτοῦσαν «ποῦ εἶναι τὸ κουτὶ τῶν φτωχῶν;». Τά’ χαν μάθει ἀπὸ μικρὰ νὰ κάνουνε ἐλεημοσύνη.