ΟΜΙΛΙΑ ΠΕΡΙ ΕΓΚΡΑΤΕΙΑΣ

… ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη, μακροθυμία, χρηστότης, ἀγαθωσύνη, πίστις, πραότης, ἐγκράτεια. Ἐδῶ λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὅταν σὲ κάποιον ὑπάρχη μέσα ἡ Χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, γίνεται ἕνα εἶδος καρποφορίας. Κάποιο δέντρο ὑπάρχει καὶ κάποιοι καρποὶ καλοὶ παρουσιάζονται καὶ ἀνάμεσα στοὺς καρποὺς αὐτοὺς ὑπάρχει καὶ ἡ ἀγαθωσύνη καὶ ἡ πίστις καὶ ἡ πραότης καὶ ἡ ἐγκράτεια. Δηλαδὴ ἕνας ποὺ εἶναι Χριστιανὸς καὶ εἶναι ἄνθρωπος ποὺ ζῆ μέσα στὴ Χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πρέπει νὰ ἔχη καὶ τὴν ἐγκράτεια. Καὶ γιὰ νὰ καλλιεργήσουμε τὴν ἐγκράτεια, μᾶς ἔχει προσφέρει ἡ Ἐκκλησία αὐτὴ τὴν περίοδο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς.

Φεύγουμε ἀπὸ τὴν πρὸς Γαλάτας Ἐπιστολὴ καὶ πᾶμε στὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Μάρκου. Στὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Μάρκου ἀναφέρεται τὸ ἑξῆς. Ὅτι ὅταν ὁ Κύριος ἤτανε νὰ σταυρωθῆ, εἴχανε μιὰ συνήθεια καὶ εἴχανε φτιάξει μερικὲς συνήθως καλόψυχες γυναῖκες, εἴχανε φτιάξει ἕνα ὑγρό, τὸ ὁποῖον ἐδῶ ὀνομάζεται «ἐσμυρνισμένος οἶνος». Δηλαδὴ βάζανε ἕνα ἄρωμα μέσα καὶ βάζαν καὶ κρασὶ καὶ γινόταν ἕνα μεῖγμα, τὸ ὁποῖον μεῖγμα εἶχε τὴν ἰδιότητα νὰ εἶναι ἀναισθητικό, ναρκωτικό. Κι ὅταν ἤτανε νὰ γίνη κάποια σταύρωσι, πηγαίνανε καὶ τὸ δίνανε στὸν μέλλοντα νὰ σταυρωθῆ, ὥστε νὰ μὴν πονέση ὅταν τὸν καρφώνουν. «καὶ ἐδίδουν αὐτῷ πιεῖν ἐσμυρνισμένον οἶνον∙ ὁ δὲ οὐκ ἔλαβε». Δηλαδὴ ἐδῶ ὁ Κύριος εἶπε: «Θὰ ὑποστῶ τὸν πόνο καὶ θὰ ἀντέξω τὸν πόνο, χωρὶς νὰ πιῶ κάτι ἀναισθητικὸ καὶ κάτι ναρκωτικό». Κι ἐδῶ βλέπουμε ὑπάρχει τὸ πνεῦμα, τὸ πνεῦμα τῆς αὐτοκυριαρχίας, νὰ μποροῦμε νὰ ἀντέχουμε σὲ κάτι δύσκολο.

 

Ὑπάρχει ἕνα βιβλίο ποὺ λέγεται «Ἀθωνικὸν Γεροντικόν», τὸ ὁποῖον κρατῶ στὰ χέρια μου κι ἔχει διάφορες ἱστορίες μὲ Ἁγιορεῖτες ἀγωνιστὲς τοῦ πνεύματος καὶ ἐπειδὴ τώρα εἶναι περίοδος τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, καλὸ εἶναι νὰ κάνουμε τέτοιες ἀναγνώσεις ἀπὸ Γεροντικὰ καὶ Λαυσαϊκὰ καὶ Εὐεργετινοὺς καὶ Φιλόθεο Ἱστορία καὶ ὅλα τὰ συναφῆ.

«Εἴχαμε τὴν εὐλογία νὰ προλάβουμε τὸν ἀείμνηστο Καρουλιώτη ἐρημίτη Γαβριήλ». Αὐτὸς ἤτανε μοναχὸς ἐδῶ στὸ μοναστήρι κι ἤτανε στὴν ἐρημιὰ μόνος του, στὴν ἔρημη τὴν καλύβη. «τὸν σκληρὸ καὶ ἀδυσώπητο παλαιστή, τὸν στεφανηφόρο ἀθλητὴ τῆς ἐγκράτειας. Πολλὲς φορὲς τὸν εἴχαμε συναντήσει στὸ Κυριακὸ τῆς Ἁγίας Ἄννης ἢ καθ’ ὁδὸν νὰ προπορεύεται σιωπηλὰ καὶ νὰ προσεύχεται καὶ νὰ λέη λίγα λόγια. Ἴσως γιὰ ὡρισμένους ποὺ δὲν τὸν ἐγνώριζαν νὰ ἔδινε τὴν ἐντύπωσι τοῦ ἀποκρουστικοῦ, τοῦ ἀπόκοσμου. Ἀλλὰ ἦταν ἀπόκοσμος μὲ ἄλλη ἔννοια, πνευματικὴ ὁ γέροντας Γαβριήλ. Ἐπῆγε μεγάλος εἰς τὴν ἡλικίαν στὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἦταν πρώην χωροφύλακας. Ἔζησε μὲ τὸν πνευματικό του πατέρα, τὸν γέροντά του, εἴκοσι χρόνια».

Ἀκοῦτε νὰ δῆτε αὐτοὶ τί εἴδος ἐγκράτεια εἴχανε. Κι ἐμεῖς δὲν μποροῦμε νὰ κάνουμε σαράντα μέρες! «Ἔζησε μὲ τὸν γέροντά του εἴκοσι ἔτη χωρὶς νὰ τρῶνε λάδι ποτέ, οὔτε κατὰ τὴν ἑορτὴ τοῦ Πάσχα´. Ἦταν σὲ πολὺ ἀκραία κατάστασι ἐγκρατευτὲς αὐτοί. «Μετελάμβαναν τακτικώτατα μὲ δάκρυα κατανύξεως». Καὶ τώρα περιγράφει πῶς ἤτανε καὶ τὸ τέλος του. «Παρὰ τὴν ἐπιθανάτιον κατάστασίν του, παρὰ τὴν ἐξάντλησιν ὅλων τῶν σωματικῶν δυνάμεών του, παρὰ τὶς παρακλήσεις τῶν Ἁγιορειτῶν πατέρων νὰ φάη λάδι, γιὰ νὰ ἐνισχυθῆ, δὲν ἐχάλασε τὸν κανόνα ποὺ εἶχε στὸν ἑαυτό του. Δὲν ἔφαγε ποτὲ λαδερὸ φαγητό, μέχρι ποὺ ξεψύχησε εἰρηνικῶς. Αὐτὸς ἦταν ὁ γέροντας Γαβριὴλ Καρουλιώτης.

Ἀλλὰ θὰ μοῦ πῆτε αὐτὰ εἶναι ἀκραῖες καταστάσεις, δύσκολες, ἀλλὰ μέσα στὸ πνεῦμα τῆς ἐγκρατείας τὴ Σαρακοστὴ ἔχουνε κάποια θέσι αὐτά. Δὲν λέω ν’ ἀνεβοῦμε 5.000 ὑψόμετρο πάνω […], ἂς ἀνεβοῦμε 3.000 μέτρα, 2.500. Ὁ πατὴρ Γαβριὴλ εἶχε φτάσει τὰ 5.000 μέτρα. Αὐτοὶ ὅμως ποὺ κάνουνε ἄσκησι καὶ στεροῦνται διάφορες ἀπολαύσεις ὑλικές, ἔχουνε μεγάλες πνευματικὲς ἀπολαύσεις. Ἀκοῦτε πῶς τελειώνει αὐτὴ ἡ μικρὴ διήγησι γιὰ τὸν Γαβριὴλ τὸν Καρουλιώτη.

«Λίγο πρὶν ξεψυχήση, ζήτησε νὰ μεταλάβη τὰ Ἄχραντα Μυστήρια. Φαινόταν εὐτυχισμένος. Ἔλαμπε ἀπὸ χαρά. Ὅταν βρέθηκε λίγα λεπτὰ μόνος, ὕψωσε τὰ βλέμματά του στὸν οὐρανὸ καὶ φώναζε: “ Λουλούδια, πολλὰ λουλούδια! Ἄχ, τί ὡραῖα ποὺ εἶναι στὸν παράδεισο! Ὁ παράδεισος, ἄχ, εἶναι ἄξια ἡ ψυχὴ νὰ ἀπολαύση αὐτὰ τὰ ὡραῖα ἀγαθά;”» Βλέπουμε ἐδῶ, ὅταν ξεψυχῆ, διέκρινε τὴν μακαριότητα, ἡ ὁποία ἐδῶ ἐμφανίζεται μ’ ἕνα πανέμορφο θέαμα ἀπὸ πανέμορφα λουλούδια.

Καὶ τελειώνουμε μὲ μιὰ περικοπὴ ἀπὸ τὴν Ἀποκάλυψι τοῦ Ἰωάννου ἀπὸ τὸ δέκατο τέταρτο κεφάλαιο. «καὶ εἶδον, καὶ ἰδοὺ τὸ ἀρνίον ἑστηκὸς ἐπὶ τὸ ὄρος Σιών, καὶ μετ’ αὐτοῦ ἑκατὸν τεσσαράκοντα τέσσαρες χιλιάδες». Λέει, βλέπει τὸν Χριστὸ ὡς ἀρνίον νὰ στέκεται στὰ Ἱεροσόλυμα. Ὄρος Σιὼν εἶναι τὰ Ἱεροσόλυμα. Ὡς τὶς ἔσχατες ἡμέρες. Καὶ μαζί του νὰ εἶναι 144.000 ἄνδρες, νὰ τὸν περιστοιχίζουν «ἔχουσαι τὸ ὄνομα αὐτοῦ καὶ τὸ ὄνομα τοῦ πατρὸς αὐτοῦ ἐπὶ τῶν μετώπων αὐτῶν». Ἐδῶ στὸ μέτωπό τους, λέει, ἤτανε γραμμένο τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸ ὄνομα τοῦ οὐρανίου Πατρὸς. «καὶ ἤκουσα φωνὴν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ὡς φωνὴν ὑδάτων πολλῶν καὶ ὡς φωνὴν βροντῆς μεγάλης». Λέει λοιπὸν ὁ ἅγιος Ἰωάννης, ἀφ’ ἑνὸς μὲν ἔβλεπα τί γινόταν στὰ Ἱεροσόλυμα, ἀφ’ ἑτέρου ἄκουγα κάτι ποὺ προερχόταν ἀπ’ τὸν οὐρανό. Τὰ μάτια του ἦταν πρὸς τὰ Ἱεροσόλυμα καὶ τ’ αὐτιά του ἔπαιρναν ἤχους ἀπ’ τὸν οὐρανό. Αὐτοὶ οἱ ἦχοι ἀπ’ τὸν οὐρανό, λέει, εἴχανε μία τρομερὴ μεγαλοπρέπεια, «ὡς φωνὴ ὑδάτων πολλῶν». Πῶς πέφτουνε οἱ καταρράκτες, τὰ νερά, καὶ κάνουνε ἕναν γδοῦπο φοβερό.

«καὶ ὡς φωνὴν βροντῆς μεγάλης». Ὅπως κάνουν τὰ μπουμπουνητά. «καὶ ἡ φωνὴ ἣν ἤκουσα, ὡς κιθαρῳδῶν κιθαριζόντων ἐν ταῖς κιθάραις αὐτῶν». Παρὰ τὴν δύναμι καὶ τὴν ἔντασι, εἶχαν καὶ γλυκύτητα. Συνδυάζανε καὶ τὰ δύο […] σὰν νὰ ἤτανε κιθαριστὲς καὶ νὰ χτυπάγανε τὶς κιθάρες τους. Καὶ τί ἤτανε αὐτό; Ἤτανε, λέει, ἕνα καινούριο τραγούδι. «καὶ ᾄδουσιν ᾠδὴν καινὴν ἐνώπιον τοῦ θρόνου καὶ ἐνώπιον τῶν τεσσάρων ζῴων καὶ τῶν πρεσβυτέρων». Μπροστά, λέει, στὸν θρόνο τοῦ Θεοῦ, ποὺ περιστοιχιζόταν ἀπὸ τὰ τέσσερα Χερουβεὶμ καὶ ἀπὸ τοὺς εἰκοσιτέσσερεις πρεσβυτέρους, ἔλεγαν ἕνα ὑπέροχο τραγούδι μὲ φοβερὴ μεγαλοπρέπεια ἀλλὰ καὶ μὲ γλυκύτητα.

«καὶ οὐδεὶς ἐδύνατο μαθεῖν τὴν ᾠδήν». Κανείς, λέει, δὲν μποροῦσε νὰ καταλάβη καὶ νὰ ἑρμηνεύση αὐτὸ τὸ τραγούδι, «εἰ μὴ αἱ ἑκατὸν τεσσαρακοντατέσσαρες χιλιάδες, οἱ ἠγορασμένοι ἀπὸ τῆς γῆς». Ἀκουγότανε στὴ γῆ ὅλο αὐτὸ τὸ τραγούδι, ἀλλὰ κανεὶς δὲν μποροῦσε νὰ τὸ καταλάβη τί ἀκριβῶς σημαίνει. Μόνο, λέει, τὸ καταλάβαιναν οἱ 144.000, αὐτοὶ ποὺ περιστοίχιζαν τὸν Χριστὸ στὸ ὄρος Σιών, «οἱ ἠγορασμένοι ἀπὸ τῆς γῆς».

Ἐδῶ τώρα περιγράφει τί ἰδιότητα εἶχαν αὐτοὶ οἱ 144.000. Λέει, ἦταν ἀγορασμένοι ἀπὸ τὴ γῆ, λέει, αὐτοὶ ἦταν ἀφοσιωμένοι ἐντελῶς στὸν Θεό. «οὗτοί εἰσιν οἳ μετὰ γυναικῶν οὐκ ἐμολύνθησαν, παρθένοι γάρ εἰσιν». Αὐτοὶ ὄχι ἁπλῶς ἦταν ἐγκρατεῖς γιὰ ἕνα διάστημα, ἀλλὰ ἦταν ἐγκρατεῖς γιὰ ὅλη τους τὴ ζωή. Κι ὅταν μάλιστα ἡ Ἐκκλησία μᾶς λέει γιὰ σαράντα μέρες νὰ ἔχουμε ἐγκράτεια. Λοιπόν, αὐτοὶ ζούσανε σὲ ἀπόλυτη ἐγκράτεια καὶ παρθενία.

«οὗτοί εἰσιν οἱ ἀκολουθοῦντες τῷ ἀρνίῳ ὅπου ἂν ὑπάγῃ». Καὶ ἦταν πλήρως ἀφοσιωμένοι στὸν Χριστὸ καὶ ὅπου εἶχε ἐργασία ὁ Χριστὸς καὶ ἡ Ἐκκλησία, αὐτοὶ ἦταν πρῶτοι, ὁλοπρόθυμοι. «οὗτοι ἠγοράσθησαν ἀπὸ τῶν ἀνθρώπων ἀπαρχὴ τῷ Θεῷ καὶ τῷ ἀρνίῳ». Αὐτούς, λέει, τοὺς πῆρε ὁ Θεός, τρόπον τινὰ σὰν νὰ τοὺς ἀγόρασε ὁ Θεὸς ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους. Πλήρης ἀφοσίωσι στὸν Θεό. «καὶ οὐχ εὑρέθη ψεῦδος ἐν τῷ στόματι αὐτῶν∙ ἄμωμοι γάρ εἰσιν». Καὶ ὅλα ὅσα πίστευαν ἦταν ἀληθινὰ καὶ ὀρθόδοξα, δὲν βρέθηκε καμμία πλάνη πάνω τους.

Λοιπόν, κοιτᾶξτε, αὐτοὶ κάνουν σ’ ὅλη τους τὴ ζωὴ ἐγκράτεια. Ἀλλὰ ἔχουνε καὶ ἀπολαύσεις. Ὅπως προηγουμένως εἴδαμε μὲ τὸν γέροντα Γαβριὴλ τὸν Καρουλιώτη, σ’ ὅλη του τὴ ζωὴ δὲν ἔτρωγε λάδι. Ἀλλά, ὅταν ἤτανε νὰ ξεψυχήση, εἶδε τὰ κάλλη τοῦ παραδείσου καὶ φώναζε «Λουλούδια, λουλούδια!», χαμένος στὰ λουλούδια τοῦ παραδείσου. Λοιπόν, αὐτοὶ εἴχανε αὐτοκυριαρχία, νὰ κυριαρχοῦν πάνω στὰ σαρκικὰ πάθη καὶ στὶς σαρκικὲς ὁρμές, ἀλλὰ εἴχανε καὶ τὶς ἀπολαύσεις. Αὐτὰ τὰ πανέμορφα τραγούδια ποὺ ἀκούγονταν ἀπ’ τὸν οὐρανὸ μὲ τὴν φοβερὴ μεγαλοπρέπεια καὶ τὴ γλυκύτητα κανεὶς δὲν μποροῦσε νὰ τ’ ἀπολαύση.

Leave a Reply