ΕΟΡΤΗ ΑΡΧΑΓΓΕΛΩΝ

Καὶ οἱ ἄγγελοι καὶ οἱ ἀρχάγγελοι εἶναι γιὰ μᾶς τοὺς Χριστιανοὺς τὰ μεγαλύτερά μας ἀδέλφια. Ὅπως πολλὲς φορὲς εἶναι μερικὰ μικρὰ παιδάκια καὶ θέλουνε προστασία καὶ λέει ὁ πατέρας στὰ μεγαλύτερα παιδιά «ἐσεῖς νὰ προστατεύετε τὰ μικρὰ ἀδέλφια σας», ἔτσι εἶναι ἀκριβῶς καὶ οἱ ἄγγελοι.

Καὶ σήμερα σ’ αὐτὴ τὴ γιορτὴ θυμήθηκα κάτι ποὺ εἶχα διαβάσει σ’ ἕνα βιβλίο παλιὰ ποὺ ἀναφερόταν στὴν ὀρθοδοξία τῶν Ρώσσων. Ὅπως ξέρουμε, οἱ Ρῶσσοι εἶναι ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ κι ἔχουνε ἀκριβῶς τὴν ἴδια πίστι κι ὅταν πᾶμε ἐμεῖς τώρα στὴν Ρωσσία, μποροῦμε νὰ πᾶμε σὲ μία ἐκκλησία καὶ νὰ κοινωνήσουμε, γιατὶ εἶναι ἀκριβῶς ἡ ἴδια θρησκεία, ἡ ἴδια πίστι. Καὶ ἐκεῖ λοιπὸν ἔχουνε καὶ πάρα πολλοὺς ἁγίους, πάρα πολλὰ μοναστήρια. Κι ἔχουνε γράψει καὶ πολλὰ βιβλία κι ἕνα βιβλίο ἀναφέρεται σὲ μιὰ ἡγουμένη. Δηλαδὴ ὅπως εἶναι ὁ ἡγούμενος σ’ ἕνα ἀνδρικὸ μοναστήρι, ἡ ἡγουμένη εἶναι στὸ γυναικεῖο. Ἡ ὁποία λεγόταν Ταϊσία.

Καὶ αὐτὴ σὲ μιὰ δεδομένη στιγμὴ τῆς ζωῆς της ἔπαθε μία πολὺ ἄσχημη ἀρρώστια, παράλυσι τῶν νεύρων, καὶ βρισκόταν σὲ μιὰ κατάστασι ἄσχημη, σὲ κατάστασι ἀναισθησίας. Καὶ ἔγραφε στὸ ἡμερολόγιό της ὅτι «καταλάβαινα ὅτι μία τέτοια μέρα θὰ γινόμουν μεγαλύτερο ἐμπόδιο μὲ τὴν ὑποχρεωτικὴ ἀκινησία μου καὶ μὲ τὴν ἀδυναμία μου νὰ κουνήσω τὰ χέρια μου καὶ τὰ πόδια μου. Δὲν μποροῦσα νὰ κουνήσω οὔτε χέρια οὔτε πόδια». Κι ἔχει διάφορες λεπτομέρειες ἐδῶ στὸ ἡμερολόγιό της. Λέει πιὸ κάτω «ἔφτασε ἡ Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Ἄκουγα τὶς ἀδελφὲς ποὺ ἔψελναν στὴ ἐκκλησία στὴν ἄλλη ἄκρη τοῦ διαδρόμου καὶ στενοχωριόμουν. Θυμόμουν τὸ ἀγαπημένο μου μοναστήρι, γιὰ τὸ ὁποῖο εἶχα ὑποφέρει τόσα πολλὰ καὶ ποὺ τώρα ποὺ βρισκόμουν μεταξὺ ζωῆς καὶ θανάτου». Ἐστενοχωρεῖτο ποὺ ἦταν […] στὸ μοναστήρι της κι ἤτανε λέει μεταξὺ ζωῆς καὶ θανάτου». Τώρα ὅμως δὲν μποροῦσα νὰ μετακινήσω καθόλου οὔτε τὰ χέρια μου οὔτε τὰ πόδια μου».

Καὶ συνέβη κάτι, τὸ ὁποῖο εἶχε σχέσι μὲ τὴν σημερινὴ ἑορτὴ τῶν Ἀρχαγγέλων. «Τότε συνέβη κάτι παράξενο. Ὄχι πάνω στὸν ὕπνο μου, διότι ἐγὼ δὲν κοιμόμουν. Ἴσως συνέβη, ὅταν ἐγὼ ἤμουν κάπως ζαλισμένη, ἀλλιῶς δὲν μπορῶ νὰ τὸ ἐξηγήσω». Εἶδε κάτι σὰν ὅραμα. Αὐτὴ ἡ παράλυτη, ποὺ δὲν μποροῦσα νὰ κουνήση οὔτε χέρια οὔτε πόδια καὶ ἤτανε παράλυτα ἐντελῶς, εἶχαν ἔτσι ἀτροφήσει καὶ δὲν μποροῦσε νὰ κινήση καθόλου τὸ σῶμα της «μοῦ φάνηκε ὅτι καθόμουν μαζὶ μὲ κάποιον καὶ τοῦ ἔλεγα ὅτι εἶχα ἀνάγκη ἀπὸ μιὰ εἰκόνα τοῦ ἀρχαγγέλου Μιχαήλ».

Ἔβλεπε ἔτσι νὰ ποῦμε ἕνα ὅραμα κι εἶδε ἕναν ἄνθρωπο κι ἔλεγε στὸν ἄνθρωπο «θέλω νὰ μοῦ φέρης μιὰ εἰκόνα τοῦ Ἀρχαγγέλου Μιχαήλ». Ἐκείνη τὴ στιγμὴ ἀπὸ τὴν πόρτα ποὺ βρισκόταν ἀπέναντί μου μπῆκε κάποιος κρατῶντας μιὰ εἰκόνα τοῦ Ἀρχαγγέλου Μιχαήλ. Σταμάτησε. Ἦταν ἕνας πανέμορφος νέος, ξανθὸς μὲ μακριὰ χρυσᾶ μαλλιὰ ποὺ χώριζαν στὴ μέση. Φαινόταν σὰν νεαρὸς δόκιμος, καθὼς φοροῦσε ἕνα βελουδένιο ράσο μὲ ἀνοιχτὸ μπλὲ χρῶμα. Ἐγὼ βλέποντας τὴν εἰκόνα ποὺ χρειαζόμουν πλησίασα τὸν νέο καὶ χωρὶς νὰ σκεφτῶ τίποτε ἄλλο τοῦ εἶπα: «Δῶσε μου αὐτὴ τὴν εἰκόνα. Μοῦ εἶναι ἀπαραίτητη καὶ δὲν μπορῶ νὰ πάω νὰ ψάξω, γιὰ νὰ βρῶ ἄλλη. Κοίτα, δὲν μπορῶ νὰ κουνήσω τὰ πόδια μου, δὲν μπορῶ νὰ περπατήσω. Δῶσε μου τὴν εἰκόνα, σὲ ἱκετεύω».

Ἀντὶ γιὰ ἀπάντησι ὁ νέος μὲ ρώτησε μὲ μεγάλη καλωσύνη καὶ σοβαρότητα «Ξέρεις ποιός εἶν’ αὐτὸς ποὺ κρατᾶ τὴν εἰκόνα;» Τὸν κοίταζα σαστισμένη καὶ πρὸς μεγάλη μου ἔκπληξι εἶδα ὅτι τὸ πρόσωπο τῆς εἰκόνας καὶ τὸ δικό του ἤτανε ἐντελῶς τὰ ἴδια. Ἡ εἰκόνα ὅμως τοῦ Ἀρχαγγέλου φοροῦσε στολὴ πολεμικὴ καὶ κρατοῦσε πύρινη ρομφαία, αὐτὴ ὅπως ἀπεικονίζεται συνήθως, ἐνῶ ὁ νέος φοροῦσε ράσο καὶ ἐμένα δὲν μοῦ φάνηκε ἀρκετό. Παρὰ ταῦτα βλέποντας ὅτι ἦταν τὰ ἴδια (τὰ πρόσωπα) ρώτησα μὲ μεγάλη θλῖψι: «Μήπως εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Μέγας Ἀρχάγγελος;» Ἐκεῖνος σὰν ν’ ἀπαντοῦσε στὴν πρώτη μου σκέψι καθαρὰ μοῦ εἶπε: «Οἱ ἄγγελοι εἶναι ἐκτελεστὲς τοῦ θελήματος τοῦ οὐρανίου Πατρός. Μετὰ πρόσεξε, θὰ πάρης τὴν εἰκόνα μου ἀλλὰ μὴν ἀφήνης νὰ σὲ βασανίζη ἡ σκέψι ὅτι δὲν τὴν ἔχεις».

Μ’ αὐτὰ τὰ λόγια μὲ εὐλόγησε σταυρωτὰ μὲ τὴν εἰκόνα ποὺ κρατοῦσε και ἐγώ, ἀφοῦ ἔκανα τὸν σταυρό μου, γονάτισα καὶ φίλησα τὴν εἰκόνα. Ἀπ’ ὅ,τι θυμᾶμαι, ἐπανέλαβε τὸ ἴδιο πρᾶγμα τρεῖς φορές». Τρεῖς φορὲς λοιπὸν τὴν σταύρωσε μὲ τὴν εἰκόνα τοῦ Ἀρχαγγέλου Μιχαὴλ καὶ τῆς ἔλεγε κάθε φορά «πήγαινε νὰ πῆς σὲ ὅλους στὸ μοναστήρι καὶ ὁ Ἀρχάγγελος θὰ εἶναι μαζί σου». «Κάθε φορὰ ποὺ γονάτιζα καὶ φιλοῦσα τὴν εἰκόνα. Μετὰ τὴν τρίτη εὐλογία συνῆλθα». Καὶ λέει στὴ συνέχεια, καθὼς περνοῦσαν οἱ μέρες ἔγινε ἐντελῶς καλά. «Καὶ ἔτσι, μετὰ ἀπὸ δύο μηνῶν σοβαρὴ ἀσθένεια θεραπεύτηκα μέσα σὲ διάστημα μίας ὥρας καὶ λιγότερο». Ἐδῶ λοιπὸν παρουσιάζεται μιὰ μοναχὴ ἡγουμένισσα  Ρωσσίδα, ἡ ὁποία εἶχε πρόβλημα μεγάλο στὴν ὑγεία της καὶ εἶδε σὲ ὀπτασία τὸν Ἀρχάγγελο Μιχαὴλ καὶ τῆς ἔδειξε τὴν εἰκόνα του καὶ ἔγινε καλά.

Αὐτὸ θέλει νὰ πῆ ὅτι ὁ Ἀρχάγγελος Μιχαὴλ καὶ ὁ Ἀρχάγγελος Γαβριὴλ εἶναι ἕτοιμοι σὲ μία δεδομένη στιγμὴ ποὺ ἔχουμε ἀνάγκη νὰ τὸν παρακαλέσουμε καὶ νὰ μᾶς βοηθήση. Καὶ ὑπάρχει καὶ μία προσευχὴ ποὺ λέγεται παράκλησι στοὺς Ἀρχαγγέλους καὶ  μπορεῖ κανεὶς νὰ τὴ διαβάζη. Ὑπάρχει καὶ μία ἄλλη προσευχὴ ποὺ λέγεται Χαιρετισμοὶ στοὺς Ἀρχαγγέλους καὶ ἐπίσης στὸ βιβλίο τὸ σημερινὸ τῆς Ἐκκλησίας ἔχει πάρα πολλὲς προσευχές, τροπάρια στοὺς Ἀρχαγγέλους.

Καὶ τὸ πιὸ ἐπίσημο τροπάριο εἶναι τὸ ἀπολυτίκιο ποὺ λέει διάφορα λόγια καὶ στὸ τέλος λέει: «ἐκ τῶν κινδύνων λυτρώσασθε ἡμᾶς ὡς Ταξιάρχαι τῶν ἄνω δυνάμεων». Δηλαδὴ ἀπὸ τοὺς κινδύνους νὰ μᾶς γλυτώνετε. Ἐγὼ κάποτε ποὺ εἶχα πάει μὲ κάποιους ἀνθρώπους καὶ κάναμε μιὰ ἐργασία σὲ ἕνα βουνό, λέγαμε «ἐδῶ εἶναι βουνό, εἶναι ἐπικίνδυνα, νὰ λέμε τοὺς Χαιρετισμοὺς τῶν Ἀρχαγγέλων Μιχαὴλ καὶ Γαβριὴλ νὰ μᾶς προστατεύουν νὰ μὴν τρέχουμε καὶ γρήγορα ἀπὸ τὴν κορυφὴ στοὺς πρόποδες».

Λοιπὸν τὸ μήνυμα εἶναι ὅτι πρέπει νὰ κάνουμε προσευχὴ στὸν Ἀρχάγγελο Μιχαὴλ καὶ στὸν Ἀρχάγγελο Γαβριὴλ καὶ στοὺς ἄλλους ἀγγέλους νὰ μᾶς προστατεύουν ἀπὸ κάθε κίνδυνο κι ἀπὸ κάθε κακό, γιατὶ κάθε μέρα γίνονται πολλὰ κακά.

 

Leave a Reply