Ἂς ποῦμε λίγα λόγια γιὰ τὸν Ἀντωνῖνο, ὥστε νὰ νοιώσουμε τὴν πολιτικὴ καὶ τὴν ἐν γένει ἀτμόσφαιρα τῆς ἐποχῆς ὅπου ἔζησε, ἔδρασε καὶ μαρτύρησε ἡ ἁγία Παρασκευή. Ὁ Ἀντωνῖνος χαρακτηριζόταν ἀπὸ συντηρητικὸ πνεῦμα. Ὅσον ἀφορᾶ τὴν οἰκονομία τοῦ κράτους ἐπέδειξε συνετὴ διαχείρισι καὶ σημείωσε ἐπιτυχία. Σὲ θέματα δικαιοσύνης καὶ νομοθεσίας φρόντισε ὥστε νὰ ἐπικρατῆ πνεῦμα μετριοπαθείας. Ὡς πρὸς τοὺς δούλους καὶ τὴν μεταχείρισί τους ἔδειξε εὐνοϊκὴ συμπεριφορά.
Ὑπῆρξε σπουδαῖος καὶ στὴν ἐκτέλεσι σπουδαίων δημοσίων ἔργων, ὁδικῶν, λιμενικῶν, ὀχυρωματικῶν. Παράβαλε τεῖχος τοῦ Ἀντωνίνου στὴ Βρεττανία, ἔργον ἀνοικοδομήσεως κλπ.
Ἐρχόμαστε στὸν θρησκευτικὸ τομέα. Εἶχε μεγάλη ἀγάπη πρὸς τὴ ρωμαϊκὴ θρησκεία. Ἐπειδὴ στὴν ἐποχή του παρατηρήθηκε χαλάρωσις καὶ ἀπομάκρυνσις τοῦ λαοῦ ἀπὸ αὐτήν, θέλησε νὰ τοῦ ζεστάνη τὴν πίστι πρὸς τοὺς θεοὺς τῆς Ρώμης, γι’ αὐτὸ καὶ ἡ ἱστορία τὸν ὠνόμασε Ἀντωνῖνο Εὐσεβῆ. Antoninus Pius. Pius στὰ λατινικὰ σημαίνει εὐσεβής.
Ἕνα ἔναυσμα γι’ αὐτὴ τὴν θρησκευτικὴ πολιτικὴ ἀποτέλεσε τὸ γεγονὸς ὅτι τὸ 148 μ.Χ. συμπληρώνονταν 900 ἔτη ἀπὸ τὴν ἵδρυσι τῆς Ρώμης. Ὡς γνωστὸν ἡ Ρώμη κτίστηκε τὸ 752 π.Χ. Μ’ αὐτὴ τὴν εὐκαιρία κόπηκαν νομίσματα ποὺ ἀπεικόνιζαν θέματα, τὰ ὁποῖα ἀναφέρονταν σὲ πρόσωπα καὶ γεγονότα τῆς ρωμαϊκῆς θρησκείας καὶ τῶν ρωμαϊκῶν θρησκευτικῶν μύθων. Λατρεῖες θεοτήτων καὶ θεῶν λησμονημένων ἐπαναφέρονται, ὅπως λόγου χάριν τῶν Νυμφῶν καὶ τοῦ Ποσειδῶνος καὶ ἄλλων. Γενικῶς καταβλήθηκε προσπάθεια ἀναζωπυρώσεως τῆς Ρωμαϊκῆς θρησκείας.
Ἐπειδὴ ὁ Χριστιανισμὸς ἦταν ἐντελῶς ἀντίθετος πρὸς τὴν θρησκεία τῶν Ρωμαίων, δὲν ἄργησε νὰ ξεσπάση διωγμὸς ἐναντίον του. Τὰ κύματα τοῦ διωγμοῦ χτύπησαν καὶ τὸ πλοῖο τῆς ἁγίας Παρασκευῆς. Τὰ πρῶτα κύματα ὀφείλονταν στὴν ἐχθρότητα τῶν Ἰουδαίων.
Ἡ ἁγία Παρασκευὴ εἶχε σωματικὴ ὡραιότητα, εἶχε ἐπάνω της τὴν Χάρι τοῦ Θεοῦ. Εἶχε καὶ ταλέντο ὁμιλητικὸ καὶ κηρυκτικό. Περιώδευε πόλεις καὶ χῶρες κι ἐκήρυττε τὸν Χριστό. Πολλοὶ ἦταν ἐκεῖνοι ποὺ τὴν ἄκουγαν καὶ γίνονταν Χριστιανοί. Δὲν ἦταν μόνο εἰδωλολάτρες ἀλλὰ καὶ Ἑβραῖοι. Αὐτὸ ἐρέθισε τοὺς ὁμοεθνεῖς τους. Κατήγγειλαν στὸν αὐτοκράτορα Ἀντωνῖνο ὅτι μιὰ γυναῖκα ποὺ ὀνομάζεται Παρασκευὴ κηρύττει σὰν ἀληθινὸ Θεὸ κάποιον Ἰησοῦ, ποὺ οἱ πατέρες τους τὸν ἐσταύρωσαν σὰν ἀπατεῶνα καὶ ἀντίθεο, καὶ κηρύττει ὅτι οἱ θεοὶ τῆς Ρώμης εἶναι ψεύτικοι καὶ ἀνύπαρκτοι, ἄψυχα εἴδωλα, κουφὰ καὶ ἀναίσθητα.
Οἱ καταγγελίες αὐτὲς ἐρέθισαν ὑπερβολικὰ τὸν Ἀντωνῖνο καὶ ἀπεφάσισε νὰ ἐπιληφθῆ τοῦ θέματος προσωπικῶς. Φαίνεται ὅτι τὸν ἐντυπωσίασε ἡ εἴδησι ὅτι ὁ ἱεροκήρυκας ἦταν γυναῖκα, πρᾶγμα ἀσυνήθιστο. Μόλις εἶδε τὴν ἁγία Παρασκευή, ἡ ὁποία τότε ἦταν καὶ σὲ νεαρὴ ἡλικία, ἡ πρώτη του ἀντίδρασι ἀφοροῦσε τὸ θέμα τοῦ ἐξωτερικοῦ παρουσιαστικοῦ της. Ἔνοιωσε ἔκπληξι γιὰ τὴν ὀμορφιά της. Στὸ συναξάρι της γράφει: «Ἀκούσας ταῦτα ὁ βασιλεὺς Ἀντωνῖνος ὅλος ἐπλήσθη θυμοῦ καὶ παρευθὺς ἀποστείλας στρατιώτας ἔφερε τὴν ἁγίαν ἔμπροσθεν αὐτοῦ. Ὡς δὲ εἶδε τὴν ὡραιότητα αὐτῆς, ὅλος κατεπλάγη». Κατάπληξις ἀπὸ τὴν ὀμορφιά της.
Ὁ Ἀντωνῖνος, ἂν εἶχε ἀνοικτὰ τὰ πνευματικά του μάτια, ἂν ἦταν Χριστιανὸς κι εἶχε τὸ διορατικὸ χάρισμα, τότε θὰ καταλάβαινε ὅτι ἡ ἁγία Παρασκευὴ εἶχε ὀμορφιὰ κατὰ πολὺ ἀνώτερη μέσα της, στὴν ψυχή της, ἐσωτερικὴ ὀμορφιά, πνευματικὸ κάλλος. Ἐδῶ, αὐτὸ ποὺ φαινόταν στὸ ἐξωτερικὸ ἀπεικόνιζε ἐκεῖνο ποὺ δὲν φαινόταν, τὸ ἐσωτερικό. Καὶ στὸν βίο ἄλλων ἁγίων γυναικῶν τὸ συναντοῦμε αὐτό, δηλαδὴ νὰ διαθέτουν ὑπερβολικὸ σωματικὸ κάλλος, σὰν μία ἀπεικόνισι τῆς ψυχικῆς ὀμορφιᾶς τους. Ἔτσι λόγου χάριν τὸ βλέπουμε στὴν ἁγία Μαρῖνα, ἡ ὁποία μάλιστα, ὅταν ρίχτηκε στὸ στάδιο τοῦ μαρτυρίου, ἦταν σὰν ἀνοιξιάτικο λουλούδι. Κόρη δεκαπέντε ἐτῶν. Ὅταν ὁ Ὀλύμβριος, ἔπαρχος τῆς Ἀνατολῆς, περνοῦσε ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια τῆς Πισιδίας καὶ συνέβη κατὰ τύχην νὰ δῆ τὴν ἁγία Μαρῖνα, ἡ ὁποία περπατοῦσε στὸ δρόμο πηγαίνοντας πρὸς τὸ ποίμνιο τοῦ πατέρα της, τόσο ἐντυπωσιάστηκε ἀπὸ τὴν ἔκτακτη σωματική της ὡραιότητα, ὥστε ἐπεθύμησε διακαῶς νὰ τὴν πάρη γυναῖκα του.
Ἂς ἐπανέλθουμε ὅμως στὸν βίο τῆς ἁγίας Παρασκευῆς. Ὁ Ἀντωνῖνος ξεκίνησε τὸν λόγο του συσχετίζοντας τὴν ὀμορφιὰ τῆς ἁγίας μὲ τὸν Θεόν. Τῆς εἶπε: «Οἱ μεγάλοι θεοὶ σοῦ ἔδωκαν αὐτὴ τὴν ὀμορφιὰ καὶ αὐτὰ τὰ νιᾶτα». Καὶ στὴ συνέχεια παρουσίασε ἕνα λογικὸ ἐπιχείρημα. «Πρέπει νὰ δείχνουμε εὐγνωμοσύνη καὶ ἀγάπη πρὸς τοὺς εὐεργέτες μας. Καὶ σὺ δεῖξε εὐγνωμοσύνη πρὸς τοὺς μεγάλους θεοὺς καὶ πρόσφερε σ’ αὐτοὺς θυσία». Κατόπιν προχωρεῖ σὲ δελεαστικὲς ὑποσχέσεις. «Ἐὰν τὸ κάνης αὐτό, ἐγὼ θὰ σοῦ δώσω πολλὲς δωρεές». Στὴ συνέχεια ὁ λόγος του μετατρέπεται σὲ ἀπειλητικό. «Ἂν ὅμως παραμείνης στὶς ἰδέες σου καὶ στὸ θέλημά σου καὶ ἐναντιωθῆς στὶς προσταγές μου, μάθε ὅτι θὰ σὲ βασανίσω μὲ τέτοια βασανιστήρια, ποὺ καὶ μόνο νὰ τὰ ἀκούση κανεὶς παθαίνει, ὄχι καὶ νὰ τὰ δοκιμάση». Ἡ μέθοδος αὐτή, νὰ χρησιμοποιοῦνται καὶ οἱ κολακεῖες μὲ τὶς ὑποσχέσεις ἀλλὰ καὶ οἱ ἀπειλές, κρινόταν ὡς ἡ πιὸ κατάλληλη, γιὰ νὰ πιεσθῆ ἰσχυρὰ ὁ χριστιανὸς ποὺ ἔμπαινε στὴν δοκιμασία τοῦ μαρτυρίου.
Ἡ ἁγία Παρασκευὴ ἀγαποῦσε μὲ ὅλη τὴν δύναμι τῆς ψυχῆς της τὸν Χριστό. Ἀπάντησε λοιπὸν πρὸς τὸν Ἀντωνῖνο. «Ἂς μὴ νομίσης, βασιλεῦ, ὅτι μὲ τέτοιες κολακεῖες καὶ ὑποσχέσεις καὶ μὲ τέτοιες ἀπειλὲς θὰ μὲ κάνης νὰ ἀρνηθῶ τὸν ἀγαπημένο μου Ἰησοῦ Χριστό. Δὲν ὑπάρχει καμμιὰ τιμωρία καὶ κανένα βασανιστήριο ποὺ θὰ μπορέσουν νὰ μὲ χωρίσουν ἀπὸ τὴν ἀγάπη Του».
Ἐδῶ πρέπει νὰ ποῦμε ὅτι ἡ ἁγία Παρασκευή, σὰν κήρυκας καὶ ἱεραπόστολος ποὺ ἦταν, γνώριζε καλὰ ὅσα ἔγραψαν οἱ ἅγιοι ἀπόστολοι. Γνώριζε καὶ τὶς ἐπιστολὲς τοῦ ἀποστόλου Παύλου. Σὲ μιὰ ἀπ’ αὐτές, στὴν πρὸς Ρωμαίους, ἔχει γραφῆ: «Ποιός μπορεῖ νὰ μᾶς χωρίση ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ; Θλῖψις, πίεσις, διωγμός, πεῖνα, γυμνότητα, κίνδυνος, μάχαιρα;» Τὴν ἀπάντησι ποὺ ἔδωσε στὸν αὐτοκράτορα ἀπηχοῦν αὐτὰ ἐδῶ τὰ λόγια τῆς πρὸς Ρωμαίους ἐπιστολῆς. Παλαιότερα κυκλοφοροῦσε ἕνα Χριστιανικὸ τραγούδι ποὺ ἔλεγε:
«Τί μπορεῖ νὰ μὲ χωρίση
ἀπ’ τὴν ἀγάπη σου, Χριστέ;
Στὴν ἀνατολή, στὴ δύσι,
τίποτε, ποτέ, ποτέ».
Ὅταν φέρουμε στὸν νοῦ μας τοὺς πολυάριθμους μάρτυρες τοῦ Χριστιανισμοῦ, πρέπει νὰ ξέρουμε ὅτι ὅλοι τους εἶχαν ἕνα κοινὸ χαρακτηριστικό. Ἀγαποῦσαν τὸν Χριστὸ καὶ μάλιστα πάνω ἀπ’ ὅλα. Αὐτὸ τὸ εἶχε καὶ ἡ ἁγία Παρασκευή.
Ὁ Ἀντωνῖνος ἐρεθίστηκε ἀπὸ τὴν ἀπάντησι τῆς ἁγίας καὶ εἶπε στοὺς στρατιῶτες νὰ χρησιμοποιήσουν τὸ πρῶτο βασανιστήριο. Ἄρχισε ἀπὸ πάνω, ἀπὸ τὴν κεφαλή. Γράφει τὸ συναξάρι τῆς 26ης Ἰουλίου: «Διέταξε τοὺς στρατιῶτες νὰ καύσωσιν περισσῶς μίαν περικεφαλαίαν σιδηρᾶν, ἕως οὗ νὰ κοκκινίση καὶ τότε νὰ τὴν βάλωσιν εἰς τὴν κεφαλὴν τῆς ἁγίας». Ἐγκαινιάστηκε ἡ μαρτυρικὴ ἄθλησίς της μὲ πυρακτωμένη περικεφαλαία. Ἡ σατανικὴ φαντασία τῶν διωκτῶν ἔχει ἐπινοήσει διάφορα φοβερὰ μαρτύρια. Διέθεταν ποικιλία βασανιστηρίων. Σὰν νὰ ἄνοιγε ὁ σατανᾶς τὸ μυαλό τους καὶ νὰ τοὺς ἔδινε ἐμπνεύσεις. Μιὰ ἀπὸ αὐτὲς ἦταν καὶ ἡ περικεφαλαία ποὺ φλογιζόταν στὴν δυνατὴ φωτιά.
Ἐδῶ πρέπει νὰ ποῦμε τὰ ἑξῆς. Κατὰ τὴν διαδικασία τῶν βασανιστηρίων ἑνὸς μάρτυρος γίνονταν πολλὰ ὑπερφυσικὰ στοιχεῖα. Κι ἐκεῖ ποὺ ὅλα ἔδειχναν ὅτι μὲ ἕνα μαρτύριο ὁ μάρτυρας θὰ ὡδηγεῖτο στὸν θάνατο, ξαφνικὰ ἐρχόταν μιὰ θεϊκὴ δύναμις, ἡ ὁποία ἀνανέωνε τὸ βασανισμένο καὶ πληγωμένο σῶμα του. Κι ἐπειδὴ τὰ μαρτύρια εἶχαν πολλοὺς θεατές, τὸ θαῦμα ποὺ γινόταν τοὺς ἔδινε νὰ καταλάβουν ὅτι ὁ Θεὸς τῶν χριστιανῶν ἦταν ἀληθινὸς καὶ ἔτσι ὡμολογοῦσαν κι αὐτοὶ πίστι στὸν Χριστό. Μπορεῖ ἕνας ἱερεύς, ἕνας ἱεροκήρυκας, νὰ ἐργασθῆ σαράντα χρόνια ἱεραποστολικὰ καὶ νὰ κάνη ἂς ποῦμε χίλιους, δύο χιλιάδες Χριστιανούς. Ἀλλὰ στὴν διαδικασία τῶν μαρτυρίων ἑνὸς Χριστιανοῦ μάρτυρος, μέσα σὲ λίγες ἡμέρες, ἐξαιτίας τῶν πολλῶν ὑπερφυσικῶν σημείων ποὺ συνέβαιναν, μποροῦσαν νὰ προσέλθουν στὸν Χριστιανισμὸ περισσότερες χιλιάδες. Ὅταν λόγου χάριν στὰ ἀμφιθέατρα πολυπληθεῖς θεατὲς ἔβλεπαν τὰ θηρία, ἀντὶ νὰ κατασπαράζουν τὸν ἅγιο Παντελεήμονα, νὰ τὸν θωπεύουν καὶ νὰ τὸν προσκυνοῦν, συγκλονίστηκαν καὶ ἄρχισαν νὰ φωνάζουν «Εἶναι μεγάλος ὁ Θεὸς τῶν Χριστιανῶν!»
Ἂς ἐπανέλθουμε στὸ συναξάρι τῆς ἁγίας Παρασκευῆς. Καθὼς ἐφόρεσαν στὸ κεφάλι της τὴν πυρακτωμένη περικεφαλαία, περίμεναν νὰ σφαδάζη ἀπὸ τοὺς πόνους καὶ νὰ χτυπιέται καὶ νὰ πέφτη κάτω. Ἀλλὰ παραδόξως τίποτε ἀπὸ αὐτὰ δὲν συνέβη. Μὲ τὴν ἐπέμβασι τῆς θεϊκῆς δυνάμεως ἡ φλόγα μετετράπη σὲ δροσιά. Ἑπόμενο ἦταν πολλοὶ εἰδωλολάτρες ποὺ παρακολουθοῦσαν τὸ ἐξαίσιο θαῦμα νὰ καταπλαγοῦν καὶ νὰ πιστέψουν στὸν Χριστό.
Ὁ μεγάλος ὑμνογράφος τοῦ εἰκοστοῦ αἰῶνος πατὴρ Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης στὸν πανηγυρικὸ κανόνα τῆς ἁγίας Παρασκευῆς σὲ τροπάριο τῆς τετάρτης ὠδῆς γράφει. «Ἡ τοῦ Πνεύματός σε χάρις οὐρανόθεν ἀνέψυχεν, ἡνίκα ἐδέξω περικεφαλαίαν πυρίφλεκτον». Δηλαδὴ τὴ στιγμὴ ποὺ φόρεσε τὴν πυρακτωμένη περικεφαλαία δὲν κάηκε, ἀλλὰ ἔνοιωθε δροσιὰ καὶ ἀναψυχὴ ποὺ ἦλθε ἀπὸ τὸν οὐρανό, ἀπὸ τὴν Χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Καὶ συνεχίζει ὁ ὑμνογράφος «καὶ τῷ ἐν σοὶ τελεσθέντι, μάρτυς, θαύματι, τῷ Παντάνακτι πλεῖστοι προσήχθησαν μάρτυρες». Δηλαδὴ αὐτὸ τὸ θαῦμα συνετέλεσε, ὥστε πολλοὶ νὰ πιστέψουν στὸν Παντοδύναμο καὶ στὴ συνέχεια νὰ γίνουν κι αὐτοὶ Χριστιανοὶ μάρτυρες. Ὅπως ἀναφέρει τὸ συναξάρι τῆς ἁγίας, ὅσοι ἀπὸ τοὺς θεατὲς δήλωσαν Χριστιανοί, μὲ διαταγὴ τοῦ βασιλέως θανατώθηκαν. Ἄλλους τοὺς ἀποκεφάλισαν, ἄλλους τοὺς ἔκαψαν, ἄλλους τοὺς ἔπνιξαν στὸν Τίβερι καὶ σ’ ἄλλους, φριχτὸ μαρτύριο, ἀφαίρεσαν τὸ δέρμα.