Ρίχνουμε μερικὰ βλέμματα στὸν βίο τῆς ἁγίας Παρασκευῆς καὶ προσπαθοῦμε νὰ μιμηθοῦμε τὸν βίο της.
Ἕξι σημεῖα.
Τὸ πρῶτο σημεῖο, οἱ γονεῖς της, ὁ Ἀγάθων καὶ ἡ Πολιτεία, ἐνῶ περνοῦσαν τὰ χρόνια τοῦ γάμου, δὲν ἀποκτοῦσαν παιδιά. Εἶχαν ἀπαιδία, ἀτεκνία. Ὑπομονή, ὑπομονή, προσευχή. Καὶ στὸ τέλος ἔγινε ἡ ἐπιθυμία τους καὶ γεννήθηκε ἡμέρα Παρασκευή ἡ ἁγία Παρασκευή. Ποὺ σημαίνει ὅτι πολλὲς φορὲς αὐτὸ ποὺ ζητᾶμε ἀπὸ τὸν Θεὸ θέλει ὑπομονή, δὲν ἔρχεται ἀμέσως.
Εἴπαμε ἕξι σημεῖα. Δεύτερο σημεῖο. Ὅταν ἡ ἁγία Παρασκευή μεγάλωσε καὶ ἀφοσιώθηκε στὸν Θεό, πρὶν ὁριστικοποιήση τὴν ἀφοσίωσί της κι ἐνῶ ἐν τῷ μεταξὺ εἶχαν πεθάνει οἱ γονεῖς της ὅλη τὴν περιουσία ποὺ εἶχε τὴν μοίρασε στοὺς φτωχούς. Αὐτό τὸ ἔχουνε κάνει πάρα πολλοὶ ἅγιοι. Κι ὁ ἅγιος Παντελεήμων ποὺ γιορτάζει αὔριο κι αὐτὸς ὅλη τὴν περιουσία του μετὰ τὸ θάνατο τοῦ πατέρα του τὴν μοίρασε στοὺς φτωχούς. Ἐδῶ γίνεται χαμός, ὅταν εἶναι νὰ μοιράση τὴν περιουσία, γιὰ ἕνα κομμάτι χωράφι, μποροῦν νὰ σκοτωθοῦν τ’ ἀδέρφια. Ἐδῶ ἡ ἁγία Παρασκευή ὅλα τὰ μοίρασε, δὲν ἐκράτησε τίποτε γιὰ τὸν ἑαυτό της.
Ἕνα τρίτο σημεῖο. Στὶς διάφορες ἀνακρίσεις ποὺ εἶχε μὲ διάφορους ἄρχοντες καὶ βασιλεῖς καὶ ἡγεμόνες λέει ὁ Συναξαριστὴς ὅτι ἀπαντοῦσε μὲ πάρα πολλὴ σύνεσι καὶ πάρα πολλὴ σοφία. Καὶ ἔλεγε τέτοια λόγια καὶ τέτοια ἐπιχειρήματα, ποὺ οἱ ἄλλοι κλείνανε τὸ στόμα τους. Καὶ ὁ ὑμνογράφος σὲ πολλὰ σημεῖα τονίζει ἀκριβῶς αὐτὸ τὸ θέμα.
Ἕνα τέταρτο σημεῖο. Μερικὲς φορὲς ἐκεῖ ποὺ μιλοῦσε ἡ ἁγία Παρασκευὴ χρησιμοποιοῦσε ρητὰ τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Μεταξὺ τῶν ἄλλων χρησιμοποίησε κι ἕνα χωρίο ἀπ’ τὸν προφήτη Ἱερεμία. Ὁ προφήτης Ἱερεμίας λέει κάπου, ὁμιλεῖ γιὰ τὸν ἀληθινὸ Θεὸ καὶ γιὰ τοὺς ψεύτικους θεούς. Κι ἀναφερόμενος σ’ αὐτὸ τὸ ζήτημα λέει «ὁ ἀληθινὸς Θεός εἶναι αὐτὸς ποὺ ἔφτιαξε τὸν οὐρανὸ καὶ τὴ γῆ. Οἱ ψεύτικοι θεοὶ δὲν ἔφτιαξαν τίποτε ἀπ’ αὐτά. Οἱ θεοί, λέει, ποὺ δὲν ἔφτιαξαν τὸν οὐρανὸ καὶ τὴν γῆ «ἀπολέσθωσαν». «Θεοί γαρ οἳ οὐκ ἐποίησαν τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν ἀπολέσθωσαν». Μάλιστα σὲ πολλὲς εἰκόνες τῆς ἁγίας Παρασκευῆς τὸ εἰλητάριο γράφει αὐτὸ τὸ ρητό. Δηλαδὴ ἡ ἁγία Παρασκευὴ χρησιμοποιοῦσε σὲ ὡρισμένα θέματα καὶ σὲ ὡρισμένες ὁμιλίες ρητὰ τῆς Ἁγίας Γραφῆς εἔτε γιὰ ν’ ἀποκρούσει μιὰ ἀντίθετη ἄποψι, γιὰ ν’ ἀπαντήση εἴτε γιὰ νὰ κριθῆ.
Αὐτὸ τὸ ἔκαναν καὶ ἄλλοι ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἡ ἀγία Γοργονία, ἡ ἀδελφὴ τοῦ ἁγίου Γρηγορίου, ἤτανε κατάκοιτη καὶ εἶχε πέσει, θα λέγαμε, σὲ κῶμα. Καὶ προχωροῦσε καὶ σημεῖα ζωῆς δὲν ἔδινε. Καὶ σὲ μιὰ στιγμὴ σὰν νὰ ζωντάνεψε. Κουνήθηκαν τὰ χείλη της καὶ εἶπε μιὰ κουβέντα ἀπὸ τὸν 4ο ψαλμό. Ὁ ψαλμὸς ὁ 4ος μεταξὺ τῶν ἄλλων ἔχει καὶ τὴ φράσι «ἐν εἰρήνῃ ἐπὶ τὸ αὐτὸ κοιμηθήσομαι καὶ ὑπνώσω». Εἶπε λοιπὸν ἀργὰ ἡ ἁγία Γοργονία «ἐν εἰρήνῃ ἐπὶ τὸ αὐτὸ κοιμηθήσομαι καὶ ὑπνώσω» κι ἐκείνη τὴν ὥρα παρέδωσε τὴν ψυχή της.
Ἐπίσης ὁ Μέγας Βασίλειος, ὅταν ξεψυχοῦσε, πρὶν βγῆ ἡ ψυχή του εἶπε τὰ λόγια ποὺ εἶπε κι ὁ Κύριος κι ἀναφέρονται στὰ εὐαγγέλια «Πάτερ, εἰς χεῖρας σου παραθήσομαι τὸ πνεῦμα μου».
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ὅταν τὸν κυνηγοῦσαν οἱ ἄρχοντες ἐκεῖ νὰ τὸν φονεύσουν, διότι ἦρθε σὲ σύγκρουσι μὲ τ’ ἀνάκτορα, λέει, «ἐγὼ αὐτὴ τὴ στιγμὴ στηρίζομαι σ’ ἕνα λόγο τοῦ Εὐαγγελίου, ποὺ λέει ὁ Κύριος ἰδοὺ ἐγὼ μεθ’ ὑμῶν εἰμι πάσας τὰς ἡμέρας, ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος». Εἶμαι, λέει μαζί σας, πάσας τὰς ἡμέρας, μέχρι τὸ τέλος τοῦ κόσμου. Ἄρα καὶ σήμερα, αὐτὴ τὴν ὥρα, εἶναι μαζί μου ὁ Χριστὸς καὶ γι’ αὐτὸ δὲν φοβᾶμαι.
Ἀλλὰ κι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ὅταν ὁ διάβολος τοῦ εἶπε, «Τώρα, σαράντα μέρες νηστικὸς πείνασες. Εἶσαι Υἱὸς τοῦ Θεοῦ; Πὲς αὐτὴ ἡ πέτρα ἡ μεγάλη πού ‘ναι ἐδῶ, πὲς νὰ γίνη ψωμὶ νὰ τὴν φᾶς». Τὸν ἔρριξε στὸν πειρασμό αυτόν. Καὶ ἀπήντησε ὁ Χριστὸς μ’ ἕνα λόγο ποὺ ὑπάρχει σ’ ἕνα βιβλίο ποὺ ἔγραψε ὁ Μωϋσῆς στὸ Δευτερονόμιο. Λέει αὐτὸς ὁ λόγος: «Οὐκ ἐπ’ ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ἄνθρωπος». Βλέπουμε λοιπὸν νὰ χρησιμοποιοῦν οἱ ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας κι ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ρητὰ ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφή, ποὺ σημαίνει ὅτι πρέπει νὰ τὴν μελετοῦμε καὶ στὴν κατάλληλη ὥρα νὰ μᾶς ἔρθη τὸ ἀντίστοιχο χωρίο.
Κι ἕνα τελευταῖο σημεῖο ἀπὸ τὸν βιο τῆς ἁγίας Παρασκευῆς εἶναι ὅτι τὴν ἔρριξαν σὲ μιὰ φάσι τῶν μαρτυρίων σ’ ἕνα λέβητα, δηλαδὴ σ’ ἕνα καζάνι, ποὺ ἤτανε βρασμένο, λειωμένο μολύβι καὶ λάδι καὶ πίσσα. Καὶ περίμεναν νὰ διαλυθῆ, ἀλλὰ συνέβη τὸ ἴδιο θαῦμα ποὺ ἔγινε μὲ τοὺς Τρεῖς Παῖδες, ποὺ τοὺς ἔρριξαν στὴν κάμινο τοῦ πυρὸς καὶ ἦταν ἀβλαβεῖς. Αὐτὰ λοιπὸν εἶναι τὰ σημεῖα ποὺ εἴδαμε ἀπὸ τὸν βίο τῆς ἁγίας Παρασκευῆς.
Ὅπου ἡ ἁγία Παρασκευὴ εἶναι πολιοῦχος, προστάτις, εἴτε σὲ πόλεις, κωμοπόλεις καὶ χωριά, ἔχουν νὰ διηγοῦνται πάρα πολλὰ θαυμαστὰ σημεῖα. Εἶναι ἕνα χωριὸ πάνω στὴν Μακεδονία ποὺ ἔχει πολιοῦχο τὴν ἁγία Παρασκευὴ κι ἀπὸ πάνω κάτι πελώρια βράχια, τεράστια βράχια ποὺ κατὰ καιροὺς πέφτουνε. Καὶ μιὰ φορὰ εἶχε πέσει ἕνας βράχος, ἔπρεπε ὅλους νὰ τοὺς διαλύση. Καὶ τὸ θεώρησαν θαῦμα τῆς ἁγίας Παρασκευῆς, πῶς χτύπησε στὸ πρῶτο καὶ στὸ δεύτερο ἅλμα ποὺ ἔκανε ὁ βράχος, τὸ θεώρησαν θαῦμα τῆς ἁγίας Παρασκευῆς.
Ἐπίσης ἐδῶ, ποὺ εἶναι πολιοῦχος ἡ ἁγία Παρασκευή, κατὰ καιροὺς κάτι συμβαίνουνε. Μιὰ φορὰ ἦρθε ἕνας Χριστιανός, ὁ ὁποῖος μένει στὴν Κηφισιὰ κι ἔχει σπίτι στὸ Χαλκοῦτσι. Καὶ κάνει συχνὰ τὴ διαδρομή. Μοῦ λέει «θέλω νὰ κάνω ἕνα δῶρο ἐδῶ στὴν ἐκκλησία». Ἔδωσε ἕνα χρηματικὸ ποσὸ καὶ πήραμε κάποιες καρέκλες. Λέω «τί συνέβη;». Λέει «ἄκου τί συνέβη, πάτερ». Λέει «ἐγὼ καθὼς ἔκανα αὐτὴ τὴ διαδρομὴ καὶ περνοῦσα ἀπὸ αὐτὸν τὸν κεντρικὸ δρόμο καὶ ἤθελα νὰ πάω πιὸ πέρα ἐκεῖ νὰ στρίψω, ἐκεῖ εἶναι μιὰ μεγάλη βελανιδιά, τὴν ξέρετε. Κόπηκε ἕνα κλωνάρι ἀπ’ τὴ βελανιδιὰ κι ἔπεσε μπροστά μου. Κι ἐγὼ ἀναγκάστηκα νὰ σταματήσω τὴν ταχύτητα τοῦ αὐτοκινήτου. Ἐὰν δὲν γινότανε αὐτό, λέει, θὰ διαλυόμουνα. Διότι μιὰ νταλίκα ἐρχότανε ἀπέναντι ἀπὸ τὸν Αὐλῶνα καὶ πῆρε ἀνοιχτὴ τὴ στροφὴ καὶ θά ‘χαμε μετωπικὴ σύγκρουσι καὶ δὲν θὰ ἔμενε τίποτε. Τὸ θεώρησα ὅτι εἶναι θαῦμα τῆς ἁγίας Παρασκευῆς κι ἦρθα ἐδῶ νὰ τὴν εὐχαριστήσω».
Λοιπὸν ἡ ἁγία Παρασκευὴ τὰ σκόρπισε ὅλα. Πρέπει καὶ ἐμεῖς νὰ τῆς μοιάσουμε στὴν ἐλεημοσύνη. Ἡ ἁγία Παρασκευὴ ἤτανε συνετή, μυαλωμένη κι ἔδινε σωστὲς ἀπαντήσεις. Πρέπει κι ἐμεῖς νὰ προσέχουμε τί λέμε καὶ νὰ μὴ λέμε κουταμάρες καὶ νὰ μὴ λέμε ἀσυναρτησίες. Ἐπίσης ἡ ἁγία Παρασκευὴ μελετοῦσε τὰ χωρία τῆς Γραφῆς καὶ σὲ δεδομένη στιγμὴ τὰ χρησιμοποιοῦσε. Πρέπει κι ἐμεῖς νὰ κάνουμε τὸ ἴδιο.
Ἡ ἁγία Παρασκευὴ πέρασε διάφορα μαρτύρια, φοβερά. Κι ἐμεῖς κάτι μικρὰ βάσανα ποὺ ἔχουμε καὶ κάτι μικρὲς στενοχώριες ἂς τὶς ὑπομένουμε. Δὲ θὰ περάσουμε ὅ,τι πέρασε ἡ ἁγία Παρασκευή. Νὰ τῆς βάλουνε τὴν πυρακτωμένη, σιδερένια περικεφαλαία στὸ κεφάλι, νὰ τὴν ρίξουν σὲ καυτὸ μολύβι, νὰ τῆς καῖνε τὶς σάρκες, νὰ τὴν κρεμᾶνε κι ἀπὸ κάτω νὰ τὴν ξεσχίζουν καὶ νὰ βάζουν φωτιὰ στὶς πληγές. Οὔτε νὰ μαστιγώνεται μὲ βούνευρα, ἕνα φοβερὸ μαρτύριο, οὔτε στὸ τέλος μὲ ξίφος ν’ ἀποκεφαλίζεται. Ἐμεῖς δὲν περνᾶμε τέτοια μαρτύρια, κάτι μικρὲς στενοχώριες ἔχει ὁ καθένας, πρέπει νὰ τὶς ὑπομένουμε.