Στὰ βιβλία τῆς Ἐκκλησίας ὑπάρχει ἕνα κείμενο στὴ γιορτὴ τοῦ ἁγίου ποὺ λέγεται «συναξάριον». Καὶ τὸ συναξάριο λέει μὲ λίγα λόγια τὸν βίο τοῦ ἁγίου. Γιατὶ λέγεται συναξάριο; Διότι διαβαζότανε, λεγόταν στὴ σύναξι. Καὶ τί θὰ πῆ «σύναξι»; Ἂν ὑποθέσουμε σ’ ἕνα μέρος εἶχε μαρτυρήσει κάποιος, σ’ ἕνα βουνό, σὲ μιὰ πλαγιά, καὶ ἐκεῖ ἦταν ὁ τάφος του, ὅταν σταμάτησαν οἱ διωγμοί, μααζεύονταν ὅλοι οἱ Χριστιανοὶ ἐκεῖ. Εἶχαν χτίσει μιὰ ἐκκλησία καὶ κάνανε τὴ λειτουργία. Δὲν λειτουργοῦσαν οἱ ἄλλες Ἐκκλησίες, λειτουργούσανε μόνο αὐτὴ καὶ μαζεύονταν ἀπ’ ὅλα τὰ μέρη. Αὐτὸ λεγότανε «σύναξι». Σύναξι θὰ πῆ συγκέντρωσι. Καὶ τὸ κείμενο ποὺ διαβάζανε ἢ ποὺ ἔλεγαν οἱ ἱεροκήρυκες λέγεται «συναξάριο».
Καὶ τὸ συναξάριο τῆς ἁγίας ἔχει ὡς ἑξῆς. Θὰ διαβάσουμε, θὰ ποῦμε λίγα σήμερα καὶ τὰ ὑπόλοιπα αὔριο. «Αὕτη ὑπῆρχεν ἐκ πόλεώς τινος τῆς Πισιδίας». Ἡ ἁγία Μαρῖνα καταγότανε ἀπὸ τὴ Μικρὰ Ἀσία, ἀπὸ τὰ νότια μέρη, νοτιοδυτικά, ποὺ ἤτανε μιὰ μεγάλη περιοχή, ἡ Πισιδία. Στὴν Πισιδία εἶχε κάνει ἀποστολικὴ περιοδεία ὁ ἀπόστολος Παῦλος καὶ ἀναφέρονται λεπτομέρειες στὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων. Καὶ εἶχε, λέει, ἕναν πατέρα ποὺ λεγόταν Αἰδέσιος. Ἅμα σᾶς ρωτήσουν πῶς λεγόταν ὁ πατέρας τῆς ἁγίας Μαρίνας, πρέπει νὰ πῆτε Αἰδέσιος. Τὸ αι μὲ αι ἀπὸ τὸ αἰδώς, ποὺ σημαίνει «σεβάσμιος». Ὁ ὁποῖος, παρακαλῶ, ξέρετε τί ἐπάγγελμα εἶχε; Ἄν σᾶς πῶ τώρα τί ἐπάγγελμα εἶχε ὁ πατέρας τῆς ἁγίας Μαρίνας, δὲν θὰ ξέρετε. Ἂν ὅμως σᾶς ποῦμε ὅτι «τρέξτε νὰ προλάβετε ἀρτοκλασία», θὰ τρέξετε ὅλοι.
Λοιπόν, ἤτανε ἱερέας τῶν εἰδώλων. Ἡ ἁγία Μαρῖνα εἶχε πατέρα, ποὺ ἦταν ἱερέας τῶν εἰδώλων. Τί γίνεται τώρα ἐδῶ; Εἶναι αὐτὸ ποὺ λέει ἡ σοφία τοῦ λαοῦ μας, «ἀπὸ ἀγκάθι βγαίνει ρόδο». Δηλαδὴ μπορεῖ νὰ παντρευτῆ μία κάποιον ποὺ νὰ εἶναι ἀνάποδος καὶ νὰ γεννηθῆ ἕνα πάρα πολὺ καλὸ παιδί. Γι’ αὐτὸ νὰ μὴν κοιτάη νὰ ἔχη ὅλες τὶς τελειότητες. Μπορεῖ τὶς τελειότητες νὰ τὶς ἔχη τὸ παιδί. Λοιπὸν ὁ πατέρας ἦταν ἀγκάθι, ἦταν ἱερέας τῶν εἰδώλων. Καὶ ξαφνικὰ τὸ παιδὶ βγαίνει ἕνα κρίνο, ἕνα λουλούδι, τὸ ὁποῖον στολίζει τὴν Ἐκκλησία καὶ θὰ στολίζη ἀπάνω τὸν παράδεισο.
«ὑπάρχουσα θυγάτηρ μονογενής». Ἤτανε μοναχοκόρη, δὲν εἶχε ἄλλα παιδιὰ αὐτὸ τὸ σπίτι. «παραδοθεῖσα δὲ ὑπ’ αὐτοῦ γυναικί τινι δωδεκαετὴς τυγχάνουσα». Λέει ὅτι, ὅταν ἔφτασε δώδεκα χρονῶν, τὸ σπίτι ἔπαθε μιὰ συμφορὰ καὶ ἡ συμφορὰ ἦταν ὅτι πέθανε ἡ μητέρα. Ὁ πατέρας, ἡ μητέρα καὶ ἡ κόρη καὶ ξαφνικὰ πεθαίνει ἡ μητέρα. Αὐτὴ ὅμως ἡ συμφορὰ ἤτανε γιὰ νὰ γίνη ἁγία ἡ ἁγία Μαρῖνα. Γι’ αὐτὸ καμμιὰ φορά, ἂν μᾶς ἔρθη καμμία συμφορά, δὲν ξέρετε τί γίνεται. Λέει, «ἀπ’ τὸ πικρὸ βγαίνει γλυκό».
Λοιπόν, ἀφοῦ δὲν μποροῦσε, φυσικά, αὐτὸς νὰ ἀναθρέψη τὴν κόρη, κοίταξε στὰ περίχωρα καὶ ζήτησε: «Εἶναι κάποια γυναῖκα, νὰ μὲ βοηθήση ἐδῶ νὰ μεγαλώσω τὴν κόρη μου;» «παραδοθεῖσα δὲ ὑπ’ αὐτοῦ γυναικί τινι». Βρέθηκε λοιπὸν μία γυναῖκα, ἡ ὁποία ὅμως δὲν ἤτανε εἰδωλολάτρισσα, ἤτανε Χριστιανή. Καὶ καθὼς ἀνέθρεψε τὴν ἁγία Μαρῖνα, σιγὰ σιγὰ τὴν εἶχε ὁδηγήσει στὴν πίστι στὸν Χριστό. «ἐδέετο τοῦ Θεοῦ τῆς τῶν Χριστιανῶν ἀξιωθῆναι πίστεως, ἣν ἐδιδάσκετο ὑπό τινων ἐν αὐτῇ τῇ κώμῃ». Αὐτὴ ἡ γυναῖκα τὴν συνέδεσε καὶ μὲ ἄλλους Χριστιανοὺς κι ἔτσι σιγὰ σιγὰ ἔμαθε πλήρως τὴν Χριστιανικὴ πίστι κι ἔγινε Χριστιανή.
Ἀλλὰ τώρα ξεσπάει ἕνα μεγάλο κακὸ στὸν Χριστιανισμό, ἕνας διωγμὸς ἀπὸ τοὺς Ρωμαίους αὐτοκράτορες. Κάθε λίγο καὶ λιγάκι ἐρχόταν ἕνας αὐτοκράτορας κι ἐξαπέλυε ἕναν διωγμό. Τὸν τελευταῖο διωγμὸ τὸν ἔκανε ὁ Διοκλητιανός, ὁ ὁποῖος ἀπεφάσισε νὰ ξερριζώση μιὰ καὶ καλὴ τὸν Χριστιανισμό. Δὲν κατάφεραν ὅμως τίποτε, διότι ὁ Χριστιανισμὸς εἶναι μιὰ κληματαριά, ποὺ ἡ ἄμπελος, οἱ ρίζες εἶναι ἐπάνω ἐκεῖ ποὺ εἶναι ὁ Χριστὸς καὶ τὰ κλωνάρια εἶναι ἀπὸ κάτω. Κόβεις, πετάγονται ἄλλα, δὲν μπορεῖς νὰ κόψης, γιατὶ εἶναι πάνω ὁ Χριστός, ἡ ρίζα τῆς κληματαριᾶς.
Καὶ ξεσπᾶ λοιπὸν ἕνας διωγμός, μαθαίνεται ὅτι ἡ ἁγία Μαρῖνα ἤτανε Χριστιανὴ καὶ ἀρχίζει μιὰ σειρὰ ἀπὸ μαρτύρια. «καὶ ἤδη πεντεκαιδεκάτου ἀγομένου αὐτῇ ἔτους». Ἤτανε δεκαπέντε ἐτῶν. Ἔχουμε περίπτωσι μιᾶς μικρῆς κοπέλας, ἡ ὁποία νὰ ἀντέχη σὲ φοβερὰ μαρτύρια, ὄχι φυσικὰ μὲ τὴ δύναμι τὴ δική της, ἀλλὰ μὲ τὴ δύναμι τὴν θεϊκή.
«Ὀλύμβριος οὖν ὁ ἡγεμών». Τότε ὑπῆρχε ἕνας κυβερνητικός, ἄς ποῦμε, ἐκπρόσωπος τῆς Ρώμης – εἴχαμε ρωμαϊκὴ αὐτοκρατορία – ποῦ ἐκεῖ στὴν Πισιδία ἔτυχε νὰ λεγόταν Ὀλύμβριος. «μαθὼν περὶ αὐτῆς ἀποστείλας συνελάβετο αὐτὴν καὶ ἔβαλεν εἰς φυλακήν». Ἡ πρώτη φάσι ἤτανε νὰ τὴν βάλη στὴ φυλακή. «Μεθ’ ἡμέρας δὲ ἐξαγαγὼν αὐτὴν τῆς φυλακῆς παρέστησε τῷ βήματι αὐτοῦ». Καὶ στὴ συνέχεια ἔχουμε τὴ δεύτερη φάσι ποὺ λέγεται ἀνάκρισι στὸ δικαστικὸ βῆμα. Ἀλλὰ στὴν ἀνάκρισι συνέβη τὸ ἑξῆς. Ἡ ἁγία Μαρῖνα ἤτανε κοπέλα δεκαπέντε ἐτῶν, ἀλλ’ ἤτανε πανέμορφη. «καὶ ἰδὼν αὐτὴν ὅλος ἐξέστη ἐπὶ τῇ ὡραιότητι αὐτῆς». Τοῦ σαλέψανε τὰ μυαλὰ ἀπὸ τὴν πολλὴ ὡραιότητα. «ἐρωτηθεῖσα οὖν παρ’ αὐτοῦ τὴν τύχην καὶ τὸ ὄνομα», τὴν ρώτησε «τί εἶσαι; πῶς σὲ λένε;» κλπ. «Μαρῖνα, ἔφη, καλοῦμαι», ἀπάντησε ὅτι «ὀνομάζομαι Μαρῖνα», «τῆς Πισιδίας γέννημα καὶ θρέμμα», «κατάγομαι ἐδῶ ἀπὸ τὴν περιοχὴ τῆς Πισιδίας», «καὶ τὸ τοῦ Κυρίου μου ὄνομα ἐπικαλουμένη», «καὶ εἶμαι Χριστιανή».
Ἐν τῷ μεταξύ, ἐπειδὴ δὲν εἶχε ὄρεξι ἡ ἁγία Μαρῖνα νὰ ἀρνηθῆ τὴν Χριστιανικὴ πίστι, ἀρχίζουνε τὰ πρῶτα βασανιστήρια. Ἔχουμε μιὰ σειρὰ βασανιστηρίων. Καὶ τὰ πρῶτα βασανιστήρια ἔχουν ὡς ἑξῆς: «ἐκέλευσεν ὁ ἡγεμὼν ταθῆναι αὐτὴν καὶ ῥάβδοις ἀνηλεῶς καταξαίνεται». Τὴν τεντώσανε καὶ μὲ ραβδιὰ τὴν χτυπούσανε καὶ ξεσχιζότανε τὸ σῶμα της. Φανταστεῖτε τώρα μιὰ κοπέλα δεκαπέντε ἐτῶν καὶ νὰ εἶναι σὲ τέτοια μαρτύρια. Καὶ τρέχανε τὰ αἵματα. «καὶ τῷ αἵματι αὐτῆς ἡ γῆ ἐφοινίσσετο». Καὶ κοκκίνιζε ἡ γῆ, λέει, ἀπὸ τὰ αἵματα ποὺ ἔτρεχαν ἀπὸ τὸ σῶμα της.
Μετὰ ἀρχίζει μιὰ νέα σειρὰ ἀπὸ βασανιστήρια, «εἴθ’ οὗτος ἀναρτηθῆναι ταύτην προστάττει», δίνει ἐντολὴ νὰ τὴν κρεμάσουνε, «καὶ τὸ σῶμα αὐτῆς ξέεσθαι ἐπὶ πολύ», καὶ μὲ διάφορα αἰχμηρὰ ἀντικείμενα νὰ ξύνουνε τὸ σῶμα της, τὶς πλευρές της ἐκεῖ καὶ νὰ κρέμωνται οἱ σάρκες της. «Μετὰ δὲ τοῦτο ἔβαλεν αὐτὴν εἰς φυλακήν». Καὶ στὴ συνέχεια, σ’ αὐτὴ τὴν κατάστασι τὴν ἀθλία τὴν ἔρριξε στὴ φυλακή.
Συνεχίζει τὸ συναξάριο, ἔχει πολλὰ ἀκόμη. Θὰ σταματήσουμε ἐδῶ, δὲν θὰ ποῦμε σήμερα περισσότερα, θὰ ποῦμε τὰ ἄλλα αὔριο. Ἐκεῖνο ποὺ ἔχουμε νὰ ποῦμε τώρα εἶναι ὅτι μέσα στὴν Χριστιανικὴ Ἐκκλησία κυκλοφορεῖ μιὰ τεράστια δύναμι, μιὰ μεγάλη δύναμι. Τὴ δύναμι αὐτὴ τὴν αἰσθάνονται ὅσοι εἶναι ἐνάρετοι, ὅσοι καλλιεργοῦν τὶς ἀρετές, ὅσοι ἐξομολογοῦνται, ὅσοι κοινωνοῦν, ὅσοι προσεύχονται, τὴν αἰσθάνονται μέσα τους αὐτὴ τὴν δύναμι. Ὅσοι δὲν κάνουν ὅλ’ αὐτά, δὲν τὴν αἰσθάνονται.
Ἡ ἁγία Μαρῖνα τὴν εἶχε αὐτὴ τὴ δύναμι καὶ ἄντεξε ὅλ’ αὐτὰ τὰ μαρτύρια καὶ τ’ ἄλλα ποὺ θὰ δοῦμε στὴ συνέχεια. Εὐχόμεθα κι ἐμεῖς νὰ πλησιάσουμε τὸν Χριστιανισμό, ν’ ἀποκτήσουμε αὐτὴ τὴ δύναμι. Γιατὶ λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ποὺ τὸν κυνηγούσανε, ποὺ τὸν μαστιγώνανε, ποὺ τὸν ρίχναν στὴν φυλακή, ποὺ θέλαν νὰ τὸν φονεύσουνε, ποὔχε περάσει ἀναρίθμητα μαρτύρια καὶ βασανιστήρια καὶ διωγμούς. Λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος καὶ μ’ αὐτὸ τελειώνω. «πάντα ἰσχύω ἐν τῷ ἐνδυναμοῦντι με Χριστῷ». Δηλαδὴ τὰ βγάζω πέρα, βγαίνω νικητής, τὰ κατορθώνω, ὄχι μὲ δική μου δύναμι ἀλλὰ τὴ δύναμι τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὴ τὴ δύναμι τὴν εἶχε κι ἡ ἁγία Μαρῖνα κι εὐχόμεθα κάτι ἀπ’ αὐτὴ τὴ δύναμι νὰ πάρουμε κι ἐμεῖς.