ΑΓΙΑ ΒΑΡΒΑΡΑ μέρος Α’

Προσπαθήσανε ἀπὸ τὴν ἁγία Βαρβάρα νὰ βγάλουνε ἀπὸ μέσα της τὴν πίστι στὸν Χριστό ὅλες οἱ δυνάμεις τοῦ σκότους καὶ μάλιστα δυνάμεις ποὺ ὑπῆρχαν μέσα στὴν οἰκογένειά της. Ὁ ἴδιος ὁ πατέρας της ἤτανε φανατικὸς εἰδωλολάτρης καὶ προσπαθοῦσε νὰ τῆς ξερριζώση τὴν πίστι ἀπὸ τὴν ψυχή της. Ἀλλὰ αὐτὴ ἤτανε ἀλύγιστη καὶ κρατοῦσε καλὰ καὶ ψηλὰ τὴν σημαία τοῦ Χριστιανισμοῦ.

Καὶ ἄρχισαν τὰ  μαρτύρια. «τύπτεται δεινῶς», τὴν χτυπούσανε λέει πολὺ σκληρά. «τὰς σάρκας ξέεται», τῆς ξέσχισαν τὶς σάρκες, «τὰς πλευρὰς κατακαίεται», τῆς ἔκαιγαν τὰ  πλευρά. «καὶ σφαίραις κατὰ κεφαλῆς παίεται» καὶ τὴν χτυπούσανε μὲ σιδερένιες σφαῖρες στὸ κεφάλι. «εἶτα τὴν πόλιν γυμνὴ περιάγεται». Γιὰ νὰ τὴν ξεφτιλίσουν, τὴν ξεγύμνωσαν καὶ τὴν γυρνοῦσαν μέσα στὴν πόλι «καὶ τύπτεται», ἄλλα χτυπήματα, «καὶ τὴν διὰ ξίφους δέχεται τελευτήν» καὶ στὸ τέλος ἀποκεφαλίζεται μὲ ξίφος. Ἀλλὰ ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος τὴν ἀποκεφάλισε ἤτανε, παρακαλῶ, ὁ ἴδιος ὀ πατέρας της. «αὐτοῦ τοῦ ἰδίου πατρός», λεγότανε Διόσκουρος, «ταῖς οἰκείαις χερσίν ἀνελόντος». Τὴν ἐφόνευσε ὁ ἴδιος ὁ πατέρας της μὲ τὰ χέρια του, διότι ἦταν φανατικὸς εἰδωλολάτρης καὶ δὲν ἤθελε ν’ ἀκούση καθόλου γιὰ Ἰησοῦ Χριστό.

Ἡ ἁγία Βαρβάρα ὅμως μέχρι τέλους βάδισε τὸν δρόμο τοῦ μαρτυρίου καὶ δὲν λύγισε. Κατετάγη στοὺς μάρτυρες, τὰ μὲν λείψανά της εἶναι σκόρπια ἐδῶ στὴ γῆ, στὴν Ἐκκλησία καὶ θαυματουργοῦν, ἡ δὲ ψυχή της εἶναι στὸν οὐρανό, κάτω ἀπ’ τὸ οὐράνιο θυσιαστήριο, ὅπως τὸ εἶδε ὁ ἅγιος Ἰωάννης στὴν Ἀποκάλυψι.

Ἀπὸ τὴν ἁγία Βαρβάρα διδασκόμεθα τὸ ἑξῆς. Ὅτι πρέπει νὰ ἔχουμε ἀντοχὴ καὶ νὰ μὴ λυγίζουμε. Ἡ ἁγία Βαρβάρα ἐδέχετο πιέσεις ὄχι ἀπ’ ἔξω κι ἀπὸ μέσαν ἀπὸ τὸ σπίτι της κι ἀπ’ τὸν ἴδιο τὸν πατέρα της ἀλλὰ δὲν λύγισε. Ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος ἔχει γράψει μιὰ ἐπιστολὴ στὸν ἅγιο Πολύκαρπο καὶ τοῦ λέει «στῆθι ἑδραῖος ὡς ἄκμων τυπτόμενος». Ὅπως τὸ ἀμόνι, λέει, τὸ χτυπᾶνε σφῦρες ἐκεῖ καὶ δὲν παθαίνει τίποτα, ἔτσι κι ἐσύ, ὅσες σφῦρες νὰ σὲ χτυποῦνε, πρέπει νὰ εἶσαι σὰν τὸ ἀμόνι, ἀλύγιστος καὶ ἑδραῖος.

Θυμᾶμαι παλαιά, ὅταν ἤμασταν μικροί, μᾶς λέγανε στὰ κατηχητικὰ μιὰ ἱστορία, μιὰ παραβολή, ὅτι ἤτανε δυὸ βάτραχοι κι ἀπεφάσισαν νὰ κάνουν τὸ γύρο τοῦ κόσμου. Ὁ ἕνας ἀπ’ αὐτούς, ὅταν συναντοῦσε δυσκολίες τὰ παρέδιδε, ὁ ἄλλος ὅμως εἶχε ἐπιμονή. Ξεκινήσανε λοιπόν, περνούσανε χῶρες, περιοχές, βουνά, πεδιάδες, βρεθήκανε σὲ μιὰ βουνοπλαγιὰ ποὺ ἦταν ἐκεῖ μιὰ περιοχὴ κτηνοτροφική. Κι ἐκεῖ ποὺ πηδήσανε οἱ δύο βάτραχοι, ἔπεσαν σ’ ἕναν κάδο μὲ γάλα. Γάλα εἶχαν βάλει μέσα οἱ τσοπάνηδες καὶ πέσανε μέσα καὶ οἱ δυό. Ὁ ἕνας λοιπὸν ποὺ ὅταν ἔβρισκε κανὰ ἐμπόδιο τὰ παρέδιδε, λέει «πνίγομαι, πνίγομαι», πάει πνίγηκε σὲ λίγο. Ὁ ἄλλος ὅμως λέει «θ’ ἀγωνιστῶ μέχρι τέλους. Ὅση δύναμι ἔχω, θὰ χτυπάω ἐκεῖ θ’ ἀγωνίζομαι». Καὶ χτύπαγε, χτύπαγε, χτύπαγε καὶ στὸ τέλος βρέθηκε πάνω σ’ ἕνα κομμάτι βούτυρο. Κι ἔτσι γλύτωσε καὶ προχώρησε τὴν πορεία τους.

Εἶχε ἀντοχή, εἶχε ἐπιμονὴ κι ἐμεῖς πρέπει νὰ μὴ λυγίζουμε σὲ κάθε δυσκολία ποὺ θὰ μᾶς τύχη. Γιατὶ στὸ δρόμο τῆς ζωῆς μας ὁ πειρασμὸς ἰδιαίτερα τοὺς χριστιανοὺς  τοὺς πολεμάει καὶ τοὺς φέρνει διάφορα ἐμπόδια. Τοὺς ἀναταράζει τὴ σκέψι καὶ τοὺς λέει «Ἄλλαξε δρόμο» σὲ πολλὰ σημεῖα. Ἐμεῖς ὅμως πρέπει νὰ μὴ λυγίζουμε, ὅπως ἡ ἁγία Βαρβάρα δὲν λύγισε καθόλου.

Καὶ νὰ θυμηθοῦμε μιὰ κουβέντα πού’ λεγε ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος κι ἂν ἤτανε ποὺ συνήντησε δυσκολίες στὴ ζωή του καὶ στὸ τέλος ὅλο νικοῦσε. Κι εἶπε μιὰ φράσι «πάντα ἰσχύω», πάντοτε λέει τὰ βγάζω πέρα, τὰ καταφέρνω. Ἀλλὰ πῶς; «ἐν τῷ ἐνδυναμοῦντί με Χριστῷ». Πάντα νικάω, πάντα ἔχω ἰσχύ, πάντα βγαίνω νικητὴς μὲ τὴ δύναμι τοῦ Χριστοῦ.

Μὲ τὴ δύναμι τοῦ Χριστοῦ βγῆκε νικήτρια ἡ ἁγία Βαρβάρα, ἔτσι κι ἐμεῖς καὶ στὰ μεγάλα καὶ στὰ μικρὰ θέματα τῆς καθημερινῆς ζωῆς νὰ ἀγωνιζώμαστε, νὰ μὴν ὑποχωροῦμε, νὰ ἔχουμε ἀντοχή, νὰ μὴ λυγίζουμε, ὥστε καὶ ἐμεῖς νὰ πάρουμε κάποια ἀπὸ τὴ χάρι τῶν προγόνων μας. Διότι ἐμεῖς εἴμαστε, ὅπως λέει κι ἕνας ποιητής, ἀπόγονοι μαρτύρων καὶ ἀπόγονοι καὶ τῆς ἁγίας Βαρβάρας, πνευματικοὶ ἀπόγονοι. Ταῖς αὐτῆς ἁγίαις πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον καὶ σῶσον ἡμᾶς.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Leave a Reply